2685 - Ο αλήτης που πέθανε
N. Lygeros
Ο γέρος αγαπούσε τα ρεμπέτικα. Του θύμιζαν τα χρόνια της κατοχής. Μα τα κουτούκια έκλειναν και οι άνθρωποι πέθαιναν. Και δεν ήξερε πια πού να βάλει τον πόνο του. Δεν υπήρχαν πλέον γλυκά του κουταλιού, μόνο πίκρες του καφενείου. Ο δρόμος στένευε και ο μονόδρομος κλειστός. Δεν άκουγε τον μπαγλαμά της ζωής. Καθόταν σιωπηλός μέσα στον θόρυβο της κοινωνίας. Δεν περνούσε από το πάρκο ούτε την πλατεία, όλοι οι φίλοι του είχαν πεθάνει. Και το παγκάκι ήταν τεράστιο για έναν άνθρωπο. Ήξερε όμως ότι εκεί ήταν ο σταυρός των φτωχών. Οι κατηγορίες της κοινωνίας δεν τον άγγιζαν από καιρό. Δεν ξέχασε ποτέ ούτε την αξία τους ούτε το κόστος τους. Έπινε ακόμα την παλιά λεμονάδα του χρυσού βραβείου. Μετά από τόσα χρόνια θυμόταν τα λεμόνια. Στην άκρη του δρόμου δεν έδιωξε ποτέ το δάκρυ. Είχε γεννηθεί αλήτης και θα πέθαινε αλήτης. Ήταν και αυτό μία μορφή της γαμημένης μονιμότητας της πατρίδας του. Όλοι κοίταζαν τις καρέκλες λες και ο κώλος τους ήταν το πιο σημαντικό μέρος του σώματός τους. Εκείνος δεν κοίταζε τις καρέκλες. Προτιμούσε τις κινήσεις. Ο γέρος είχε φάει ξύλο στην κατοχή, στον εμφύλιο και στη χούντα. Τις καρέκλες τού τις ’διναν μόνο για τη φάλαγγα. Και τα πόδια του ήξεραν τις γεύσεις τους. Σαν τους ρεμπέτες, τις καρέκλες τις έκλεβε μόνο στο καφενείο. Ήθελε τον χώρο του για να μην τον βρωμίσει η αδιαφορία της κοινωνίας. Σπάνια έκλαιγε ο αλήτης και κάθε φορά έλειπε ένας άλλος φίλος. Η ανθρωπιά του πλήγωνε ακόμα και τα άτομα. Κουβαλούσε μέσα του τους στίχους του παρελθόντος όπως άλλοι κουβαλούσαν τους νεκρούς. Λύγιζε με το βάρος τους, αλλά δεν γονάτιζε ποτέ. Θα πέθαινε όρθιος. Δεν γινόταν αλλιώς. Προκαλούσε δέος με το βλέμμα του και φόβο με το στόμα του. Ήξερε τα λόγια του δράκου και δεν ήλπιζε τίποτα. Αν δεν είχε υποκύψει ήταν απλώς επειδή δεν το γούσταρε. Ο πόθος του ήταν το πάθος του. Δεν είχε άλλη επιλογή. Μπορεί να ήταν άθλιος ο αλήτης, αλλά δεν άντεχε τη μιζέρια. Η μόνη του ανάγκη ήταν ο ήλιος της δικαιοσύνης. Τις γυναίκες τις έπιανε από τα μαλλιά. Μόνο εκεί ο γλύπτης μπορούσε να πλάσει την ομορφιά. Όμως με τα χρόνια αγάπησε το κράμα και τον πηλό για να βλέπει περισσότερο ήλιο. Έκαιγε τις ιδέες του για να μείνουν όρθιες ανάμεσα στους γονατισμένους. Όλα ήταν ένα ψέμα, μα εκείνος το ήξερε. Έτσι κοίταζε τις σκιές κι έβλεπε το φως ώσπου να το χάσει για να το δώσει στους άλλους μέσα από τα έργα του. Ο αλήτης που πέθανε ήταν από κράμα φωτός.