3361 - Ο άνθρωπος που έμενε απέναντι
N. Lygeros
Ο άνθρωπος που έμενε απέναντι, καθόταν στο μπαλκόνι.
Δεν κοίταζε τον ουρανό.
Δεν υπήρχε ουρανός για τέτοιους ανθρώπους.
Η κοινωνία δεν τους το επέτρεπε.
Το μπαλκόνι δεν ήταν άδειο.
Οι γονείς του μιλούσαν μεταξύ τους.
Εκείνος ήταν το θέμα της συζήτησης.
Τους άκουγε να διαφωνούν για τα προβλήματά του.
Κανείς όμως δεν του μιλούσε.
Έλεγαν ότι δεν υπάρχει λόγος.
Γιατί δεν τους απαντούσε.
Γι’ αυτό κι εκείνος κοίταζε απέναντι.
Δεν ήξερε ακριβώς γιατί.
Αλλά ένιωθε ότι του έκανε καλό.
Έλαμπε ο ήλιος πάνω στο παράθυρο.
Το μπαλκόνι του δεν έβλεπε τον ήλιο, μόνο τη σκιά.
Ενώ απέναντι υπήρχε η δικαιοσύνη.
Ήθελε να πει κάτι.
Όμως ο θόρυβος των γονιών του ήταν μεγαλύτερος από τη σιωπή του.
Έτσι αποφάσισε να σηκώσει το χέρι.
Κι άκουσε τη μάνα του να φωνάζει.
Εκείνος όμως συνέχισε την κίνησή του.
Χαιρέτησε τον άγνωστο.
Και του απάντησε το μπαλκόνι του ήλιου.
Ο πατέρας του, του κατέβασε το χέρι του.
Για να μην πάθει τίποτα όπως είπε.
Τον έφεραν πίσω στο δωμάτιό του για το καλό του.
Μα εκείνος έκλεισε τα μάτια, για να μην ξεχάσει τον ήλιο.