4915 - Ν. Ν.

Ταράς Σεβτσένκο
Μετάφραση από τα ουκρανικά: Ν. Λυγερός, Γ. Μασλιούκ-Κάκκου

Τα δεκατρία μου περνούσαν.
Βοσκούσα πρόβατα στο χωριό.
Είτε ο ήλιος έλαμπε τόσο,
είτε κάπως ένιωθα εγώ;
Ευχάριστα, ευχάριστα μου ήταν,
σαν στου Θεού…
Ήδη καλέσανε για γεύμα,
κι εγώ στα χόρτα μοναχός
προσεύχομαι… Και δε γνωρίζω
γιατί εγώ τόσο μικρός
δεήθηκα με τέτοια θέρμη,
τόσο χαρούμενος κι εγώ.
Θεού ο ουρανός και το χωριό,
το αρνί φαινόταν να διασκεδάζει!
Ο ήλιος ζεστός, και όχι καυτερός!
Μα ζέστανε ο ήλιος για λίγο,
για λίγο προσευχόταν…
Έκαψε, κοκκίνισε,
τον παράδεισο αναζωπύρωσε.
Σαν ξύπνησα και κοίταξα:
μαύρο το χωριό μου,
μπλε ο ουρανός του Θεού μας,
κι αυτός κατσουφιασμένος.
Κοίταξα τα αρνάκια –
δεν είναι δικά μου!
Γύρισα να δω τα σπίτια –
δεν έχω σπίτι!
Δε μου έδωσε ο Θεός τίποτα!..
Και τα δάκρυα τρέχουν,
πικρά δάκρυα!.. Και το κορίτσι
στον ίδιο το δρόμο
παραδίπλα από μένα
μάζευε καννάβι,
κι άκουσε ότι έκλαιγα.
Ήρθε χαιρετώντας,
σκούπισε τα δάκρυά μου,
και με φίλησε…
Σα ν’ άστραψε ο ήλιος,
σα να ‘γιναν όλα στον κόσμο
δικά μου… χωράφια, άλση, κήποι!..
Κι εμείς χαρούμενοι τρέχαμε
ξένα αρνάκια στο νερό.
Παραλήρημα!.. Μα ακόμα και τώρα αν τα θυμηθώ,
η καρδιά μου σα να κλαίει, και σα να πονάει,
γιατί ο Κύριος δε μ’ άφησε να ζήσω
μικρή ζωή μου σ’ εκείνο τον παράδεισο.
Θα πέθαινα οργώνοντας χωράφι,
χωρίς να ξέρω τίποτα για τον κόσμο.
Δε θα ’μουν άθλιος σ’ αυτόν τον κόσμο.
Τους ανθρώπους και το Θεό δε θα καταριόμουν!

1848, Φρούριο του Όρσκ

*N. N. – ταλατινικά γράμματα «Ν» είναι αφιέρωση σε πρόσωπο το οποίο ο συγγραφέας δε θέλει να αποκαλύψει.

N. N.*

Тарас Шевченко

Мені тринадцятий минало.
Я пас ягнята за селом.
Чи то так сонечко сіяло,
Чи так мені чого було?
Мені так любо, любо стало,
Неначе в Бога…
Уже прокликали до паю,
А я собі у бур’яні
Молюся Богу… І не знаю,
Чого маленькому мені
Тоді так приязно молилось,
Чого так весело було.
Господнє небо, і село,
Ягня, здається, веселилось!
І сонце гріло, не пекло!
Та недовго сонце гріло,
Недовго молилось…
Запекло, почервоніло
І рай запалило.
Мов прокинувся, дивлюся:
Село почорніло,
Боже небо голубеє
І те помарніло.
Поглянув я на ягнята —
Не мої ягнята!
Обернувся я на хати —
Нема в мене хати!
Не дав мені Бог нічого!..
І хлинули сльози,
Тяжкі сльози!.. А дівчина
При самій дорозі
Недалеко коло мене
Плоскінь вибирала,
Та й почула, що я плачу.
Прийшла, привітала,
Утирала мої сльози
І поцілувала…
Неначе сонце засіяло,
Неначе все на світі стало
Моє… лани, гаї, сади!..
І ми, жартуючи, погнали
Чужі ягнята до води.
Бридня!.. А й досі, як згадаю,
То серце плаче та болить,
Чому Господь не дав дожить
Малого віку у тім раю.
Умер би, орючи на ниві,
Нічого б на світі не знав.
Не був би в світі юродивим.
Людей і [Бога] не прокляв!

1848, Орська кріпость

*N. N. – Латинські літери «N» означають присвяту особі, яку письменник не хоче розкривати.