5140 - Οι επικίνδυνοι I
Ν. Λυγερός
Οι επικίνδυνοι δεν ζούσαν πια.
Τουλάχιστον αυτό πίστευε η κοινωνία της ασφάλειας.
Βέβαια, τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι.
Άλλαζαν οι εποχές.
Όχι όμως οι άνθρωποι κι αυτό ήταν το πρόβλημα του συστήματος.
Τα θέατρα είχαν κλείσει. Δεν τα είχε ανάγκη η κοινωνία του θεάματος.
Είχε τελειώσει η παράσταση.
Η σκηνή ήταν πλέον ο ίδιος ο κόσμος.
Η διανομή των ρόλων είχε λήξει.
Όλα έπρεπε να είναι γνωστά για το σύστημα.
Αυτό είχε επιλέξει η κοινωνία της ασφάλειας.
Και κανείς δεν έλεγε τίποτα πια.
Τουλάχιστον αυτό πίστευαν όλοι.
Εκείνη την ημέρα, όμως, όλα άλλαζαν.
Βρέθηκε ένα αντίγραφο του κώδικα.
Όλοι ήξεραν ότι ήταν αδύνατο.
Όλοι ήξεραν ότι δεν υπήρχε πια κανένας κώδικας.
Κι όμως το αντίγραφο ήταν γνήσιο.
Είχε πάνω ακόμα και τη σφραγίδα του απαγορευμένου.
Ο ελεγκτής ξανακοίταξε το έγγραφο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε βρεθεί στα χέρια του.
Μήπως κάποιος του είχε στήσει μια παγίδα;
Δεν ήξερε τι να κάνει…
Η αναφορά ήταν υποχρεωτική. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.
Αλλά πώς να καταγράψει στην έκθεσή του ένα ανύπαρκτο γεγονός;
Ποιος θα τον πιστέψει;
Μετά σκέφτηκε ότι σ’ αυτό το υπουργείο, κανείς δεν πίστευε κανέναν.
Ακόμα και να το έλεγε, θα τον κατηγορούσαν.
Μήπως γι’ αυτό το λόγο τον είχαν βάλει στο υπόγειο.
Μόνο δυο γράμματα ξεχώριζαν το υπόγειο από το υπουργείο.
Όμως αυτά τα δύο γράμματα είχαν στιγματίσει τη ζωή του.
Ήταν το δικό του Α και Ω.
Διάβαζε ρώσικη λογοτεχνία…
Κρυφά βέβαια…
Εκεί που δούλευε δεν είχε άλλη επιλογή.
Το έργο του Фёдор γέμιζε τη σκέψη του
Αλλά εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε τον Лев.
Τι να κάνει;
Να καταγράψει μία πληροφορία που δεν υπήρχε;
Ή να μην πει τίποτα για κάτι που υπήρχε;
Στις δύο περιπτώσεις, θα τον κατηγορούσαν.
Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.
Αλλά αυτή η βεβαιότητα δεν τον βοηθούσε καθόλου για να ξεπεράσει τη στιγμή αβεβαιότητας που ζούσε άθελά του.
Το έγγραφο δεν έλεγε πολλά, αλλά υπήρχε.
Κατά κάποιο τρόπο οι δαιμονισμένοι ζούσαν.
Ήταν μία απλή σελίδα.
Ανήκε σε μία πράξη ενός θεατρικού.
Οι Δημιουργοί.
Το κείμενο ήταν στα γαλλικά.
Ήξερε αρκετά καλά αυτή τη γλώσσα.
Την είχε μάθει για να διαβάζει τα ρώσικα.
Κάθε φορά που έδινε αυτή την εξήγηση στους φίλους του, τους ξάφνιαζε.
Κι όμως δεν έλεγε ψέματα.
Στη ρωσική λογοτεχνία εκείνης της εποχής υπήρχαν ολόκληρες φράσεις στα γαλλικά. Και γι’ αυτό το λόγο είχε την εντύπωση ότι ζούσε εκείνη την εποχή.
Μάλλον πίστευαν το ίδιο κι οι φίλοι του.
Αλλιώς, γιατί να του κάνουν δώρο εκείνες τις δύο δωδεκάδες ποτήρια για λευκό και κόκκινο κρασί;
Τι δεν θα έδινε εκείνη τη στιγμή, για να πιεί ένα ποτήρι Merlot.
Το κείμενο τον είχε επηρεάσει.
Σκεφτόταν ήδη στο μυαλό του αδύνατα πράγματα.
Λες και τον είχαν αγγίξει οι επικίνδυνοι.
Εξέτασε και πάλι την παράξενη σελίδα.
Κάποιος την είχε σκίσει από το βιβλίο.
Όσο για τη σφραγίδα, οι υπηρεσίες δεν άφηναν καμία αμφιβολία.
Αυτές την είχαν πάρει.
Αλλά πώς είχε βρεθεί σ’ αυτό το υπουργείο.
Μόνο ένας μπορούσε να του λύσει την απορία.
Είχαν σπουδάσει στην ίδια σχολή.
Έφυγε να πάει να τον βρει σ’ ένα άλλο υπόγειο.