6307 - Το σπίτι με τα πιάτα στους τοίχους
Ν. Λυγερός
Ο δρόμος ήταν μακρύς κι ήσυχος. Υπήρχαν μόνο σπίτια στη σειρά. Καμιά κίνηση. Δεν ήταν όμως νεκρός. Περπατούσαν αργά. Εκείνη δεν μπορούσε πιο γρήγορα. Κάθε τόσο και λιγάκι σταματούσαν. Η θέα ήταν πάντα θέμα συζήτησης. Το βλέμμα της ήταν καλλιτεχνικό. Δεν ήθελε την ασχήμια. Αλλά ήταν ικανή να βρει το όμορφο και μέσα στα σκουπίδια της κοινωνίας. Ήθελε γι’ αυτό το λόγο να της δείξει το σπίτι με τα πιάτα στους τοίχους. Ήξεραν κι οι δύο τους για τα Azulejos της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, μα εδώ τα πράγματα ήταν διαφορετικά.
– Έχεις δίκιο. Έχει κάτι.
– Αυτό πιστεύω κι εγώ.
– Είναι βέβαια kitsch.
– Δεν αντιλέγω…
– Αλλά είναι μια προσπάθεια.
– Μου θυμίζει το Μουσείο του Facteur Cheval στη Γαλλία.
– Είναι τόσο παράξενο;
Δεν το είχε δει. Το γνώριζε από τις περιγραφές στα βιβλία. Ο άλλος κόσμος ήταν πάντα ανοιχτός για τη νοημοσύνη του. Σταμάτησε και τον κοίταξε πιο προσεχτικά.
Ο κόσμος της ήταν το θέατρο, η παράλληλη ζωή. Ο κόσμος του ήταν τα βιβλία, η άλλη ζωή. Χαμογέλασε κι αυτός.
– Για να γράψω για τους αγέννητους.
Θυμήθηκε το ρολόι της που έλιωνε πάνω στο χέρι της, όπως στους πίνακες του Dali. Δεν το είχε μαζί της. Η ιδέα είχε γίνει αντικείμενο και το αντικείμενο, κείμενο. Όμως ποιος κοίταζε την ώρα; Ποιος γνώρισε τον Dali ; Εκείνη βέβαια στο Παρίσι.
Εδώ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Είχαν ένα στοιχείο της Βαρκελώνης ή μάλλον του Gaudi. Δεν συμφωνούσε εκείνη. Έβλεπε το όλο κι όχι τις λεπτομέρειες. Μόνο που αυτό το σπίτι δεν ήταν παρά μία λεπτομέρεια. Μία ψηφίδα από ψηφιδωτά. Ένα πολύχρωμο λουλούδι πάνω στην άσφαλτο. Πώς είχε ξεφυτρώσει σ’ εκείνη την γωνία; Ποια ιδέα το είχε ποτίσει; Το εστιατόριο ήταν κλειστό. Δεν πεινούσαν. Πήραν την στροφή, για να το εξετάσουν από την άλλη πλευρά. Εκεί ήταν πιο σκοτεινά. Δεν φαινόταν πια ο ήλιος. Ανάμεσα στις σκιές και στο σκοτάδι πρόσεξαν άλλες λεπτομέρειες. Τα μικρά παιδιά κατασκόπευαν το θησαυρό. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Όλα ήταν άτοπα. Το σπίτι της ουτοπίας ήταν άτοπο. Όχι μια παρεξήγηση, ούτε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αλλά η θέληση ενός ανθρώπου να δημιουργήσει μία εις άτοπον επαγωγή, μία δημιουργική απαγωγή, θα έλεγε ο Eco. Τους άγγιξε το σπίτι, μα δεν μπορούσαν να το αγγίξουν. Ήταν απαγορευμένο σαν αυτούς.
– Χαίρομαι που μου το έδειξες. Δεν το περίμενα έτσι.
– Μια ιδιομορφία μέσα στην ομαλότητα της πολλαπλότητας.
– Τι είπες πάλι;
– Την αλήθεια.
– Ξέρω, αλλά γιατί τη λες μ’ έναν τόσο παράξενο τρόπο;
Σκέφτηκε σοβαρά αν υπήρχε άλλος, δίχως να εκφυλιστεί η σκέψη.
– Είμαι του Σωκράτη, όχι του Ηράκλειτου. Λέω πάντα τα ίδια, με τον ίδιο τρόπο.
– Καλά, καλά.
Υπήρχε μία διαφορά μεταξύ τους. Εκείνη προτιμούσε τον Αισχύλο, εκείνος τον Σοφοκλή. Αλλά κι οι δύο ήξεραν ότι ο Ευριπίδης ήταν ψεύτης.
– Και τώρα, πού θα με πας;
– Πίσω…
– Πάλι πίσω;
– Σπάνια πάμε πίσω…
– Για τα αρχαία μιλάς τώρα;
– Για τι άλλο;
– Πάμε πίσω τότε!
Της έδωσε το χέρι και το παράξενο ζευγάρι, ο πατέρας κι η κόρη, όπως έλεγαν, επέστρεψαν στο δρόμο της ηρεμίας. Εκείνη την ώρα όμως δεν ήταν τόσο απλό. Είχε επιστρέψει κι η τετρακίνητη βαρβαρότητα. Η μικρή φοβόταν και τον κρατούσε σφιχτά από το μπράτσο του. Το σκοτάδι είχε καλύψει τα περισσότερα σπίτια. Όχι όμως ένα πέτρινο.
– Να καθίσουμε λιγάκι εδώ.
– σκαλοπάτια;
– Ναι!
Αυτό το χαριτωμένο ναι ήταν μία δέσμευση. Τα δεσμά των δεσμών. Έτσι έπρεπε να γίνει η θεατρική παράσταση. Το παλιό κείμενο υπήρχε. Περίμεναν την μουσική μόνο. Κάθισαν, λοιπόν, πάνω στην πέτρα. Όταν ένιωθε την πέτρα, εκείνη είχε το βλέμμα της Αθηνάς. Τίποτα δεν μπορούσε να τη νικήσει εκτός…
– Είδες τα λουλούδια;
– Διάλεξαν αυτό το σπίτι.
– Κι εμείς το διαλέξαμε!
– Αν ήσουν λουλούδι, θα ήσουν…
– Γαρδένια.
Η πέμπτη νότα του αρώματος. Ανακάλεσε την χρωματική γκάμα. Άρχισε να τραγουδά αθόρυβα, αλλά την άκουσε και την ακολούθησε. Ήταν καλό σημάδι. Το σπίτι με τα πιάτα στους τοίχους της είχε κάνει καλό, ακόμα κι αν θα το ήθελε διαφορετικό. Σηκώθηκαν ξαφνικά. Έπρεπε να περπατήσουν κάτω από την Ακρόπολη, παράλληλα για να εξετάσουν σε κάθε γωνία τα ψηλά της τείχη. Τίποτα δεν είχε αλλάξει μέσα στις αναμνήσεις της. Δεν είχε μιλήσει ακόμα γι’ αυτό που έλειπε. Ήταν η ώρα της χαράς. Δεν είχε διαβάσει για τους Δαιμονισμένους. Ο Kirilov της ήταν άγνωστος.
– Γιατί δεν βάζουν φως;
– Ποιος; Το κράτος κι η βία;
Η απάντησή του δεν την ξάφνιασε, σαν να την ήξερε εδώ και χρόνια.
– Μ’ αρέσει και το λυκόφως…
– Έτσι βλέπουμε διαφορετικά τα πράγματα.
Αυτή ήταν η ιδέα. Η διαφορά κάνει τη διαφορά. Τίποτα άλλο δεν ήταν απαραίτητο. Έτσι πρόσεξαν και το ψηλό κυπαρίσσι. Τους θύμισε την άλλη ανάγνωση με τον Ορέστη και την Ηλέκτρα. Μία μοναδική παράσταση δίχως θεατές, μία πρόβα δίχως θέαμα, μία ανθρώπινη σχέση.
Το Τέρας δεν ήταν μαζί του. Εκείνη θα το έβλεπε μέσα στο σκοτάδι. Έπρεπε να μελετήσει τις πηγές και τις αναφορές. Άλλος ένας περίπατος στα μονοπάτια των βιβλίων. Δεν του είχε στείλει κανένα μήνυμα. Δεν είχε βρει ακόμα αυτό που ήθελαν. Το σκοτάδι ήταν όλο και πιο πυκνό. Όλη η ανθρωπότητα δεν ήταν παρά δύο άνθρωποι στο δρόμο που δεν περίμεναν πια τον Godot.
– Και τι θα κάνουμε τώρα που είμαστε μόνοι;
– Πάντα είμαστε μόνοι, όλοι μας, απλώς που μόνο μερικοί το ξέρουν.
– Και τι αλλάζει αυτό;
– Τίποτα το ιδιαίτερο, μόνο τη ζωή μας!
– Ας πεθάνουμε τότε!
– Και το έργο;
– Σωστά, είναι κι αυτό… Ας πεθάνουμε μετά…
– Μη βιάζεσαι, λοιπόν.
– Θα είμαστε μόνοι, μαζί.
– Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Την πήγε μέχρι το σπίτι της κι επέστρεψε στο δρόμο. Το σπίτι με τα πιάτα στους τοίχους τον περίμενε. Δεν ήταν απλώς ένα καπρίτσιο. Ήταν μία κίνηση, ένα ξεχασμένο νόημα. Υποσχέθηκε πως θα το είχε στο νου όσο ήταν ζωντανός, δίχως να ξέρει πόσο θα άντεχε για να γίνει το έργο. Κοίταξε την Ακρόπολη. Κι αυτή περίμενε.