10777 - Ηπειρώτικη εκκλησιά
Ν. Λυγερός
Τα κεριά φώτιζαν ίσα-ίσα τα πρόσωπα των Αγίων για να τα βλέπουν οι άνθρωποι και να μην ξεχνούν πόσα βάσανα είχαν περάσει για να βρεθούν πάνω στους τοίχους. Την κρατούσε διακριτικά από το χέρι για να νιώθει ότι ήταν μαζί της ακόμα και μέσα στο σκοτάδι πριν την ανάσταση. Εκείνη προσπαθούσε να το δει δίχως να φανεί. Προτιμούσε όταν ήταν άδεια η εκκλησιά και τώρα έπρεπε ν’αντέξει την πίεση του κόσμου που δεν πρόσεχε παρά μόνο τη διαδικασία. Οι δικοί του ήταν πάνω στους τοίχους, αλλά πώς να το πει δίχως να φανεί ο κλέφτης, γιατί ποιος άλλος ήξερε για τις θυσίες τους; Ακόμα κι εκείνη δεν γνώριζε τα μυστικά του για να μην πληγωθεί περισσότερο. Όμως βλέποντας όλα αυτά τα πρόσωπα μαζί κατάλαβε δίχως να τη δει την οικειότητά του μέσα στην εκκλησιά. Ήταν και οι δυο τους στο ιερό κάστρο της θρησκείας, το παρόν μαζί με το εγκλωβισμένο μέλλον του παρελθόντος. Άναψε πρώτος το κερί του. Αυτή ήταν η σειρά και η παράδοση και εκείνη ήρθε να κλέψει από το φως του. Τότε έκαψαν μαζί τις στιγμές των αιώνων για να πλησιάσουν ο ένας πιο κοντά από τον άλλο χωρίς να φανεί η αγάπη τους. Οι χωρικοί δεν είδαν την αλλαγή και συνέχισαν τη διαδικασία της παράδοσης. Όμως το φως είχε γεννηθεί από τη φωτιά και τα σώματά τους ήταν πια ένα και μόνο δίχως επιστροφή για τον ίδιο σκοπό πια.