17869 - Όταν έγινε το απίστευτο
Ν. Λυγερός
Όταν έγινε το απίστευτο, η ημισέληνος άρχισε να τρέμει.
Μερικά από τα κομμάτια της είχαν πέσει.
Το μέτωπο ήταν παντού.
Γιατί είχε διαδοθεί το φως.
Και κάθε φορά που το πνεύμα του δικεφάλου έβλεπε ένα σύμβολό της το τσάκιζε με τα νύχια του.
Η απελευθέρωση είχε αρχίσει μέσω του απέραντου γαλάζιου.
Τώρα οι μαθητές έβλεπαν τη δράση του νου.
Και μέσω της ανάδρασής της, το πνεύμα πάλευε.
Η πολιορκητική ήταν διπλή.
Κι είχε έρθει η ώρα να το αποδείξουν.
Όλα τα κομμάτια και τα πιόνια ήταν ένα και μόνο.
Έδιωχναν τους εχθρούς πέρα από τα όριά τους.
Ακολουθούσαν την ιστορία.
Μέσω χρονοστρατηγικής.
Κι ενεργοποιούσαν την τοποστρατηγική.
Δεν θα άφηναν καμιά γωνία.
Όλες ήταν στυλοβάτες για την εκκλησιά.
Τα κεριά είχαν ενωθεί.
Χορωδία φωτός.
Κι ο ύμνος ακάθεκτος.
Τίποτα δεν σταματούσε την ακολουθία.
Οι εχθροί φοβήθηκαν.
Δεν ήταν έτοιμοι για τέτοια αντεπίθεση.
Με τους ραγιάδες είχαν ξεχάσει τους μοναχούς.
Και τους αφόπλισε η μαχητικότητά τους.
Όσοι και να ήταν, ο μοναχοί συνέχιζαν.
Και δεν περίμεναν την εγκατάλειψη.
Αναζητούσαν το ματ.
Γιατί πάλευαν και για τους επόμενους αιώνες.
Εννέα επί εννέα.
Ογδόντα ένα τετράγωνα.
Κι όμως ο καθένας ήξερε τη θέση του.
Έτσι άρχισε ο συνδυασμός.
Τα γεράκια ακολούθησαν από κοντά τον δικέφαλο.
Η τριάδα πετούσε.
Με το φως.
Δίχως σκιές.
Για να ζήσει η ελευθερία.
Κι έπεσε με όλη την ισχύς της πάνω στον πυρήνα του εχθρού στον πιο ιερό του χώρο.
Εκεί με το σπαθί του προσώπου του αφαίρεσε το αστέρι.
Τότε έσβησε η ημισέληνος από τα Κατεχόμενα.
Ήταν πια ελεύθερα για τους αιώνες των αιώνων.
Αμήν!