19686 - Κραυγές στις επάλξεις
Ν. Λυγερός
Οι πολιορκημένοι έβγαζαν κραυγές χαράς.
Είχαν δει όλη την σκηνή.
Κι αν φοβήθηκαν στην αρχή
χάρηκαν τόσο πολύ στο τέλος
που δάκρυσαν.
Είχαν καιρό να δουν τέτοιο θαύμα.
Μετά από τόσους μήνες πολιορκίας
έβλεπαν τον ήλιο της δικαιοσύνης.
Βέβαια δεν ήξεραν για τον Χιλιάνθρωπο
κι όλο αυτό που είδαν τους φάνηκε σαν όνειρο.
Κι όμως δεν ήταν.
Ο μαύρος μονομάχος τους χαιρέτισε με το κοντάρι του.
Κι ακούστηκαν νέες κραυγές.
Νόμιζαν ότι θα ερχόταν στην πύλη
για να του ανοίξουν
αλλά επέστρεψε στη γωνιά.
Ξέζεψε από τον ίππο του.
Κι έμπηξε το σπαθί του στη γη.
Μ’ ένα γόνατο ακούμπησε το έδαφος και προσευχήθηκε
κι ύστερα φίλησε τη λαβή του σπαθιού του.
Αυτό ήθελε ο Θεός.
Αυτό έκανε ο Διγενής.
Στις επάλξεις ο θαυμασμός είχε μετατραπεί σε περιέργεια.
Όλοι ήθελαν να μάθουν ποιος ήταν.