19874 - Το Άσμα του Πολεμιστή
Ν. Λυγερός
Ο λυράρης και ο Πολεμιστής είχαν μείνει μόνοι.
Οι μαχητές-μαθητές είχαν φύγει για την αποστολή της διάδοσης.
Και οι άνθρωποι είχαν επιστρέψει στο χωριό τους.
Αυτός ήταν ο χώρος της ζωής του.
Η επιστροφή είχε γίνει.
Τους έβλεπαν από τις επάλξεις του κάστρου.
– Έγινε αυτό που ήθελες.
– Επειδή το θέλησαν όλοι.
– Μαζί !
– Πάντα.
– Και τώρα;
– Η συνέχεια.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου της δικαιοσύνης. Κι αυτός είχε επιστρέψει.
Ο ουρανός άλλαξε.
Είχε το ίδιο γαλάζιο, αλλά ήταν πιο φωτεινό.
Ποτέ ο ήλιος της νύχτας δεν είχε φέρει τόσο φως.
Το είδαν και από το χωριό το σημάδι.
– Το στίγμα σου.
– Το στίγμα της Ανθρωπότητας και του Χρόνου.
– Έχεις δίκιο, Δάσκαλε.
Τότε άρπαξε τη λύρα του κι άρχισε να σιγοτραγουδάει.
Στην αρχή τα λόγια ίσα ίσα που ακούγονταν.
Όμως σιγά σιγά ξεχείλισαν από το κάστρο.
Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος έλεγε τι συνέβη.
Κι όταν έφτασαν οι πρώτες νότες στα αφτιά των ανθρώπων, κατάλαβαν ότι είχαν δημιουργήσει ύμνο.
Και για τους επόμενους αιώνες.
Καμιά κατοχή δεν μπορούσε να σταματήσει το έργο.
Γιατί ο πολιτισμός έπρεπε να νικήσει τη βαρβαρότητα.
Από την αρχή τα τέρατα της γνώσης είχαν αυτόν τον ρόλο.
Παρέμενε απίστευτο όμως.
Ακόμα και μετά την πραγματικότητα.
Τότε ακολούθησε το ισοκράτημα του Πολεμιστή.
Όλα είχαν πια άλλο νόημα.
Το άσμα είχε γεννηθεί για να μην πεθάνει και δεν θα πέθαινε,
αφού θα ζούσε μέσα στην Ανθρωπότητα
όσοι αιώνες κι αν χρειαζόταν
για να συνεχίσει το έργο.
Κάθε αιώνας κι ένα κεφάλαιο.
Δέκα κεφάλαια για έναν άνθρωπο.
Χίλια χρόνια για την τελειότητα.
Και τίποτα άλλο.
Έτσι κι όχι αλλιώς.
Για την Ανθρωπότητα και τον Χρόνο.
Εις τους αιώνες των αιώνων.