19971 - Έρημος θυμαριού
Ν. Λυγερός
Ήταν ολομόναχος μέσα στην φύση.
Δεν ακουγόταν ούτε θόρυβος.
Πιο παράξενο δεν γινόταν.
Ήταν στην έρημο θυμαριού.
Αναγνώρισε εκείνη την μυρωδιά
που έσπασε τη μύτη
και χαμογέλασε.
Δεν θα έσπαζε τίποτα άλλο.
Ακούστηκε ένας μόνο θόρυβος.
Ίσα ίσα.
Δεν έπρεπε ν’ακουσθεί.
Κι έκανε πως δεν είχε γίνει τίποτα.
Δεν ήταν μόνος τελικά.
Το παρακολουθούσαν.
Πόσοι ήταν;
Ελάχιστοι.
Αλλιώς θα είχαν πέσει ήδη πάνω του.
Εκτός αν ήταν φιλικοί.
Μα αυτό δεν γινόταν.
Το ήξερε.
Συνέχιζε να περπατά.
Ακάθεκτος.
Σαν τον ύμνο.
Οι εχθροί θα επέλεγαν
ένα αδύνατο σημείο
για να επιτεθούν.
Ήταν μακριά από τα δέντρα.
Δεν υπήρχε κάλυψη.
Εμπιστεύτηκε την ακοή του.
Το βλέμμα ήταν άχρηστο
τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή.
Έκλεισε τα μάτια του
ενώ συνέχιζε να περπατά.
Έβλεπε αλλιώς.
Ήταν η άλλη εικόνα.
Όταν ο στόχος γινόταν κυνηγός.
Έτσι άρχισε η αντίστροφη μέτρηση.