19976 - Η αντεπίθεση του φωτός
Ν. Λυγερός
Άφησε τους καλόγερους στο μοναστήρι.
Αφού οχυρώθηκαν.
Ήξεραν ότι έπρεπε να συνεχίσει την πορεία.
Και πιο πέρα, τα πράγματα θα ήταν πιο δύσκολα.
Δεν πήρε τον πιο σύντομο δρόμο.
Θα τον περίμενε ενέδρα.
Αυτό του είχαν πει οι καλόγεροι.
Μπήκε μέσα στο δάσος.
Στα μέρη που δεν πατούσε κανείς.
Γι’αυτό είχαν παραμείνει ελεύθεροι.
Εκεί κυριαρχούσε το σκοτάδι.
Κι όλα τα δέντρα ήταν μόνο σκιές.
Το αναγνώριζαν όμως.
Πίσω του, το μοναστήρι ήταν φωτεινό.
Κάθε βήμα του ήταν δύσκολο.
Δεν θα σταματούσε.
Ήταν θέμα Χρόνου.
Όσο κι αν τον πλήγωναν τα αγκάθια.
Ο Χριστός είχε αντέξει πολλά περισσότερα
για ολόκληρη την Ανθρωπότητα.
Εδώ κινδύνευε το Άγιον Όρος.
Και οι πατέρες της πίστης.
Δεν σταμάτησε.
Έφτασε σ’ένα άνοιγμα.
Επικίνδυνο σκέφτηκε.
Από εκεί φαινόταν οι κορυφές κι οι στέγες.
Τα καμπαναριό είχε δεμένη την καμπάνα.
Δεν είχαν καταφέρει να τη βγάλουν.
Η ανικανότητα της βαρβαρότητας.
Είδε μερικούς βάρβαρους μόνο.
Αλλά υπέθεσε ότι οι περισσότεροι
ήταν μέσα στο μοναστήρι.
Φαντάστηκε τι έκαναν εκεί.
Έπιασε το σπαθί του ήλιου.
Θα έπεφτε φως πάνω στο μοναστήρι.
Και κεφάλια στο χώμα.
Μετά μόνο η συγχώρεση.