20947 - Η μάχη για το μέλλον
Ν. Λυγερός
Η αντίσταση άρχισε από την εκκλησιά ανάμεσα στις πέτρες.
Είχαν επιγραφές που κανείς πια δεν διάβαζε.
Κι όμως έβαλε πάνω στα γράμματα, τα χέρια του γιατί ήξερε
ποιος είχε ζωγραφίσει τα βυζαντινά.
Είχαν συγκεντρωθεί στον πιο μικρό χώρο της θυσίας.
Τους είχαν προδώσει ραγιάδες που φοβόντουσαν τους βάρβαρους
κι εκείνοι τους είχαν εντοπίσει από τον απέναντι λόφο.
Και τώρα περίμεναν την εισβολή.
Το μοναστήρι είχε ήδη πέσει.
Κρατούσε μόνο το μυστικό εκεί που ήταν και το κρυφό σχολειό.
Όλοι φοβόντουσαν γιατί τους είχαν πει για τη φρίκη των βασανιστηρίων
αλλά τους είχε καθυστερήσει ο οπλαρχηγός
δεν θα έμενε κανένας ζωντανός
τους το είχε υποσχεθεί.
Κι εκεί θα ήταν πια τάφος των εχθρών της γης τους.
Είχαν φέρει ντουφέκια και σπαθιά μέσα στην εκκλησιά.
Δεν είχε πια τίποτα ο Παπάς αφού και αυτός ήταν μαζί τους
Άκουσαν θόρυβο…
Σιωπή.
Ήταν με τα πόδια. Τα άλογα δεν μπορούσαν να κατεβούν την χαράδρα.
Μετρούσαν τα βήματα.
Ήταν πολλοί.
Τόσο το καλύτερο σκέφτηκε.
Θα έχουν πολλά θύματα.
Κρύφτηκαν σε κάθε γωνιά της εκκλησίας ακόμα και στα ύψη.
Σιωπή δίχως φως.
Το σκοτάδι θα τους βοηθούσε.
Τους είδαν να μπαίνουν με φόρα δίχως σεβασμό.
Περίμεναν το σήμα.
Ερχόντουσαν κι άλλοι.
Δεν έβλεπαν τίποτα.
Τότε έπεσαν τα βόλια και τα σπαθιά από παντού.
Ούρλιαζαν για να βρουν τους μαχητές.
Μόνο που δεν άλλαζε τίποτα.
Οι αντίπαλοί τους ήταν αόρατοι.
Και πέθαιναν δίχως να μάθουν γι’ αυτούς.
Τους έθαψαν όλους κι άφησαν την εκκλησιά, αλλά πήραν τις εικόνες.