21282 - Μονοπάτια παρελθόντος
Ν. Λυγερός
Ήξερε κάθε μονοπάτι, κάθε πέρασμα
ακόμα και τα πιο κρυφά.
Μπορούσε να εμφανιστεί και να κρυφτεί
όπου ήθελε, όποτε ήθελε
δίχως περιορισμούς
γιατί κανένας έλεγχος
δεν μπορούσε να τον σταματήσει
ο ερυθρόλευκος καλόγερος
παρέμενε αόρατος
για τους εχθρούς.
Δεν είχαν δει τα χρώματα της ασπίδας
κι όταν τα έβλεπαν
ήταν πια αργά
γιατί οι νεκροί δε μιλούσαν.
Οι εχθροί είχαν αντιληφθεί
ότι κάποιος αφόπλιζε τους δικούς τους
αλλά δεν μπορούσαν να δείξουν
ένα στόχο συγκεκριμένο.
Η στρατηγική που ζούσε μόνο με το αόρατο
γιατί οι άλλοι ήταν πολλοί.
Έτσι κάπου κάπου έβρισκαν ένα πτώμα σ’ ένα πέρασμα
δίχως μάρτυρες και στοιχεία.
Κάτι γινόταν στην παλιά πόλη
αλλά δεν είχαν μέθοδο να το αντιμετωπίσουν
όσα και να ήταν τα σπαθιά τους.
Στην πλατεία της εκκλησίας δεν χτύπησε η καμπάνα
κι ο καλόγερος πήγε να δει το λόγο.
Εκεί συνάντησε τρεις εχθρούς
δεν μίλησε.
Αμίλητος τους προσπέρασε
αλλά αντιλήφθηκε ότι τον κοίταξαν παράξενα.
Δεν ήταν Χριστιανοί…
Και τον αγριοκοίταξαν.
Κι όταν στράφηκαν εναντίον του
ο πρώτος έχασε τη ζωή του από ένα σπαθί
που δεν πρόλαβε να δει από πού τον χτύπησε.
Ο δεύτερος άκουσε το θόρυβο της ασπίδας κάτω
από το ράσο και τρόμαξε το χέρι του.
Ο τρίτος κατάλαβε ότι ήταν αργά κι έφυγε τρέχοντας
όμως έπεσε νεκρός από το σπαθί της πέτρας.
Αλλά η εμπλοκή έπαψε μόνο όταν έπεσε το
κεφάλι στον δεύτερο που είδε το βλέμμα του.