Σκηνή 1
Προμηθέας και Αθηνά
Προμηθέας: Αθηνά! Χρόνος. Ο πατέρας σου διέπραξε ένα έγκλημα! Αθηνά: Τώρα παίρνεις το δικαίωμα να κρίνεις τον θεό των θεών; Χρόνος. Όποιος και να ‘σαι Τίτανε κανένας δεν σου το έδωσε. Προμηθέας: Είμαι εκείνος που ξέρει κι είναι η αδικία του πατέρα σου που μ’ έδωσε αυτό το δικαίωμα. Αθηνά: Ξέρεις μόνο ότι δημιουργούν οι θεοί. Η γνώση σου δεν είναι εξουσία. Προμηθέας: Το ξέρω! Κι είναι η αιτία της παρουσίας μου. Αθηνά: Αναγνωρίζω τη δύναμη της σκέψης σου. Χρόνος. Λοιπόν, ποιο έγκλημα διέπραξε κατά την άποψή σου; Προμηθέας: Ο Δίας στέρησε από την ανθρωπότητα το δώρο της φωτιάς. Αθηνά: Η ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα, μόνο αυτήν τη λέξη έχεις στο στόμα σου. Προμηθέας: Για όλες τις άλλες, η σιωπή φτάνει. Σιωπή. Αθηνά: Δεν δίδαξες τους ανθρώπους όλες τις τέχνες και τις επιστήμες που σου παρέδωσε τα μαθηματικά, την αστρονομία, τη ναυτιλία, την αρχιτεκτονική και την ιατρική; Προμηθέας: Όλα αυτά δεν είναι τίποτα δίχως τη φωτιά! Χρόνος. Δίχως τη φωτιά, η ύπαρξη τους δεν θα ήταν ζωή. Αθηνά: Προμηθέα, τι σημασία έχει η ζωή των ανθρώπων για σένα; Είσαι ο σοφότερος των 7 Τιτάνων, τότε για ποιο λόγο να τους βοηθήσεις; Προμηθέας: Είμαι υπεύθυνος όλων απέναντι σε όλα! Αθηνά: Τότε θα είσαι ένοχος για όλα απέναντι σε όλους! Χρόνος. Η μεγαλοψυχία σου θα σε καταστρέψει! Προμηθέας: Το είδα στο μέλλον. Αθηνά: Τότε γιατί να θυσιάσεις τη νοημοσύνη σου γι αυτούς; Προμηθέας: Η νοημοσύνη είναι η πάλη της ανάγκης εναντίον της τύχης. Αθηνά: Ποιά τύχη; Οι άνθρωποι είναι το δημιούργημα του Δία! Προμηθέας: Κι η αλήθεια να ήταν δεν θ’ άλλαζε τίποτα. Χρόνος. Οι άνθρωποι δεν έχουν καμιά ανάγκη τον Δία. Δεν επιθυμούν τίποτα άλλο παρά να ζήσουν. Ο Δίας είναι που έχει ανάγκη τους ανθρώπους. Σιωπή. Τι αξίζει ένας θεός δίχως ανθρώπους; Αθηνά: Μια μεγαλοφυΐα. Χρόνος. Με την οργή σου ξεχνάς ότι είμαι θεά; Προμηθέας: Δεν ξεχνώ τίποτα, Αθηνά! Και θυμάμαι τη γέννησή σου. Αθηνά: Αυτό δεν σου δίνει κανένα δικαίωμα! Προμηθέας: Κι όμως μέσα στο βλέμμα μου παραμένεις μία αιώνια κόρη. Χρόνος. Γεννήθηκα με τον χρόνο. Αθηνά: Και θα πεθάνεις μ’ αυτόν! Προμηθέας: Κάθε δημιουργία θέλει και μια θυσία. Είναι το πεπρωμένο των δημιουργών. Αθηνά: Τι περιμένεις από μένα, Προμηθέα; Προμηθέας: Να μ’ αφήσεις ν’ ανεβώ κρυφά στον Όλυμπο. Αθηνά: Η τόλμη σου δεν έχει όρια! Προμηθέας: Η τόλμη μου δεν είναι τίποτα δίπλα στη δυστυχία των ανθρώπων. Αθηνά: Μα ζεις μόνο γι αυτούς; Χρόνος Δεν βλέπεις πως είναι εφήμεροι; Προμηθέας: Όντως η ανθρωπότητα είναι ο μοναδικός λόγος της ζωής μου. Κι επειδή είναι εφήμεροι νιώθω την ανάγκη να την προστατέψω. Αθηνά: Κι εγώ τι θ’ απογίνω; Προμηθέας: Τι είδους προστασία μία θεά σαν εσένα θα είχε ανάγκη; Αθηνά: Την προστασία που αναζητά κάθε γυναίκα από έναν άντρα. Σιωπή. Μήπως έχασες την προνοητικότητά σου; Προμηθέας: Πώς η σκέψη μου θα μπορούσε να επιτρέψει ένα τέτοιο αίσθημα; Αθηνά: Κι όμως η δικιά μου η σκέψη το μπόρεσε! Προμηθέας: Η νοημοσύνη είναι ένα πάθος κι η ανθρωπότητα το αντικείμενό της. Αθηνά: Μόνο που αυτό το πάθος είναι βάσανο. Προμηθέας: Τότε θα είναι η απόδειξη της ύπαρξής μου! Αθηνά: Μα Προμηθέα πρόκειται για τη ζωή. Χρόνος. Σου προτείνω την αθάνατη ζωή. Προμηθέας: Δίχως την ανθρωπότητα, η ζωή μου δεν θα είχε νόημα. Ποια είναι η αξία της αθανασίας, αν είναι να ζήσεις μες στο μηδέν; Αθηνά: Είσαι ανθρώπινος, πολύ ανθρώπινος! Προμηθέας: Δεν είναι τον άνθρωπο που πρέπει να κάνουμε θεό μα ο θεός να γίνει ανθρώπινος. Αθηνά: Κάθε σου λέξη και μια δυστυχία για σένα. Θα υποφέρεις για κάθε μία. Προμηθέας: Είμαι πρόθυμος να υποφέρω για κάθε άνθρωπο. Αθηνά: Το ξέρω Σιωπή Μα ποιος άλλος θα το μάθει; Προμηθέας: Δεν έχει σημασία. Σιωπή. Θα με βοηθήσεις ν’ ανεβώ κρυφά στον Όλυμπο; Αθηνά: Θα το κάνω για την αγάπη. Προμηθέας: Την αγάπη της ανθρωπότητας; Αθηνά: Όχι, θα το κάνω για κείνον που αγαπά την ανθρωπότητα!
Σκηνή 2
Ανθρωπότητα
Το χάος εσύ ο πρώτος το τρόμαξες με φως. Το χάος θέλησε να σε κατασπαράξει αλλά εσύ ακόμα και πληγωμένος το φώτισες και χάθηκε στο μηδέν. Κάποτε στις Κυκλάδες το φως έγινε μάρμαρο και το μάρμαρο άγαλμα μα τούτο δεν τόλμησε να κατακτήσει τον κόσμο είχε διπλωμένα τα χέρια σαν φυλακισμένο φως σημάδι του πεπρωμένου σου.
Πόσοι ξέρουν ότι η θάλασσα είναι φωτεινή από τότε που ναυάγησε ο ήλιος βλέποντας τα βάσανά σου κι ότι η γεύση της αρμύρας που αφήνει η θάλασσα στα χείλη είναι κομμάτια ήλιου;
Ένας ήσουν μόνο ένας στην αρχή. Κι είχες μια σπίθα μέσα στην πυγμή τη φωτιά, το κομμάτι της ημέρας στη νύχτα.
Ήταν μεγάλο το δώρο, ήταν πικρό το βάσανο. Ο δεσμός σου με την ανθρωπότητα τα δεσμά σου. Κι εσύ ο πρώτος ένιωσες το βάρος του φωτός.
Ο υπεράνθρωπος, ο φωτοπλάστης, ο ανθρώπινος δημιουργός έγινες σκλάβος της ανθρωπότητας.
Τους έδωσες να πιουν το φως κι άλλαξες την ύπαρξη των ανθρώπων τους χάρισες τη ζωή. Μα ποιος την ήθελε ποιος είδε τη θυσία σου ποιος την κατάλαβε;
Ο μύθος σου, ακρόπολη της νοημοσύνης, είναι μια σύνθεση που λίγοι μπορούν ν ακούσουν μια μουσική της σιωπής.
Ίκαρος στον πέτρινο ουρανό δεμένος δαίδαλος στον λαβύρινθο της σκέψης κλεισμένος. Το δαδί σου, θεϊκή πυγμή και πληγή δοξαστική, το κορμί σου θεϊκή μορφή και πληγή ανθρώπινη.
Η εκδίκηση της λήθης.
Οι άνθρωποι ξέχασαν το φως σου και βρήκαν μόνο τη φωτιά. Ξέχασαν ότι το φως είναι το μάρμαρο του ήλιου.
Οι άνθρωποι έκαψαν το φως. Πάνω στην άμμο τη λευκή έχυσαν τον πόνο και μια μοναδική στιγμή έσπασε τον χρόνο.
Ακρωτηριάζοντας το άτομο πλήγωσαν την ανθρωπότητα κι η σκέψη της ο θεός θέλησε ν’ αυτοκτονήσει βλέποντας τον ουρανό να δαγκώνει τη γη.
Η λάμψη της έκρηξης έδειξε το σκοτάδι, τον δρόμο του Άδη.
Τότε ακούστηκε η πρώτη κραυγή των νεκρών της φωτιάς τα θύματα, τα ουράνια στίγματα.
Τότε άρχισε η πρώτη πάλη με το μαύρο ατσάλι.
Ο θρήνος της ειρήνης.
Η απειλή της σκιάς απλώθηκε πάνω στις ψυχές κι έκλεισε τα βλέφαρα της αθωότητας.
Το φως που μας χάρισες με τη θυσία σου ήταν μοναδικό και το χάσαμε.
Η φωτιά για να ζήσει θέλει νεκρούς πολλούς. Πρέπει να σβήσει για να ξαναδούμε το φως το φως σου, Προμηθέα!
Στον τόπο των χαμένων ονείρων δεν υπάρχουν πια κυπαρίσσια ευκάλυπτοι και πεύκα παρά μόνο ποτάμια λύπης και παραπονεμένα λόγια.
Όμως ανάμεσα στα ερείπια του κόσμου λάμπουν οι σπασμένες ομορφιές.
Στα καλντερίμια της ζωής στα πέτρινα κύματα έπεσαν τ’ άπιαστα βήματα μιας αρχαίας ψυχής.
Μια χούφτα φωτός πάνω στο σώμα έγινε της ελευθερίας το πέλαγος, της ανάγκης το χρώμα.
Δεν υπάρχει φωτιά μονάχα φως. Ήπιες όλα τα δάκρυα του κόσμου και με την πληγή σου έπλασες τη θάλασσα τη γη μας.
Κι ύστερα μετά τον θάνατο της αιωνιότητας και την ανάσταση της ημέρας πριν το κόψει σε μιαν αρχαία αγορά κάποιο χέρι μια Κυριακή, σαν πασχαλιά θα ξανανθίσει ο κόσμος.
Σκηνή 3
Προμηθέας και Αθηνά
Αθηνά: Ήταν λοιπόν ο έσχατος σου στόχος να παραμείνεις δεμένος πάνω σ’ αυτόν τον βράχο, ξεχασμένος από όλους; Προμηθέας: Αν προσπαθείς να μ’ ανακουφίσεις με τούτα τα λόγια μάθε πως το κορμί μου συνήθισε τα νύχια του γύπα. Αθηνά: Ακόμα και πληγωμένος με δεσμά, το πνεύμα σου είναι πάντα αυθάδες. Προμηθέας: Είναι την υποταγή στους θεούς που θεωρείς αρμόζουσα; Χρόνος. Τα δεσμά δεν μπορούν να εμποδίσουν την ελευθερία του πνεύματος. Αθηνά: Κι όμως κατάφεραν να εξαναγκάσουν τη ζωή σου στα βάσανα της σιωπής. Προμηθέας: Η ζωή μου είναι το μέτρο του χρόνου και το έργο μου, η ζωή των ανθρώπων. Αθηνά: Πρέπει να σβηστεί αυτή η υπερβολή που ‘ναι χειρότερη κι από την πυρκαγιά: δεν είσαι τίποτα για τον χρόνο, είσαι όλα για τους ανθρώπους μόνο που δεν το ξέρουν. Το έργο σου δεν είναι παρά ένα κερί που καίει μες το μηδέν. Προμηθέας: Η δημιουργία των θεών δεν είναι η μεγαλύτερη υπερβολή. Χρόνος. Δεν είναι τίποτα για τους ανθρώπους μα εκείνοι δεν το ξέρουν. Η δύναμη των θεών προέρχεται από τους ανθρώπους, η αδυναμία των ανθρώπων προέρχεται από τους θεούς. Αθηνά: Κάθε λόγος σου είναι μια καταδίκη! Σιωπή. Σε ικετεύω, σώπασε Προμηθέα. Προμηθέας: Όσο θα ζει η γλώσσα μου, θα εκφράζει τη σκέψη του φωτός! Αθηνά: Σκέψου όμως και τις γλώσσες των μαθητών σου που θα κόψουν οι άνθρωποι για να μην ακούσουν πια το φως! Προμηθέας: Άλλη σκέψη δεν υπάρχει στο πνεύμα μου! Τους σκέφτομαι και γι’ αυτό μιλώ έτσι. Διότι είμαι υπεύθυνος. Αθηνά: Οι θνητοί σαν τους θεούς αγαπούν την εξουσία. Προμηθέας: Οι θνητοί στην υπηρεσία των θεών. Φοβάσαι μήπως οι μαθητές ξεπεράσουν τους δασκάλους; Αθηνά: Σώπα, σώπα, σε ικετεύω. Μη με τυραννάς κι εσύ. Προμηθέας: Τι έπαθες Αθηνά; Χρόνος. Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει; Αθηνά: Ο Ολύμπιος με κατηγόρησε ως ερωμένη σου. Προμηθέας: Ο Δίας, ο ίδιος ο πατέρας σου! Αθηνά: Ναι, ναι. Προμηθέας: Έτσι η εκδίκηση δεν του έφτανε του χρειαζόταν και η δικαιολογία. Αθηνά: Τον ενοχλούσε να ομολογήσει την εκδίκηση του και διέδωσε τη φήμη ότι σ’ άφησα ν’ ανεβείς κρυφά στον Όλυμπο εξαιτίας μιας μυστικής ερωτικής σχέσης. Προμηθέας: Πώς τόλμησε; Αθηνά: Δεν έχει σημασία. Οι άλλοι θεοί τον πίστεψαν. Προμηθέας: Αυτό δεν πρέπει να σε πειράζει. Η συκοφαντία δεν μπορεί να σ’ αγγίξει. Είσαι τόσο αγνή Αθηνά. Αθηνά: Εσύ είσαι αγνός, Προμηθέα. Σιωπή. Στην γέννησή μου, ήσουν το πρώτο ανθρώπινο ον που μπόρεσα να δω. Σιωπή. Προμηθέα, είσαι ο πρώτος άνθρωπος. Προμηθέας: Αθηνά είσαι η μοναδική θεά με την οποία μπόρεσα να θαυμάσω τη δημιουργία της. Αθηνά: Τα δεσμά του παρελθόντος κι ας είναι μοναδικά, δεν είναι τίποτα δίπλα στον γόρδιο δεσμό του μέλλοντος. Σιωπή. Διότι το μέλλον, το γνωρίζω κι εσύ το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι; Προμηθέας: Είναι η αλήθεια, τα πεπρωμένα μας είναι δεμένα με το μέλλον. Αθηνά: Τότε άφησέ με να σ’ αγαπήσω στο παρόν. Προμηθέας: Πώς θα μπορούσες ν’ αγαπήσεις τη μοναξιά του βράχου; Αθηνά: Κάθε σημάδι πάνω σ’ αυτό το βράχο είναι ένα σύμβολο του μύθου της νοημοσύνης. Σιωπή. Του μύθου σου Προμηθέα. Χρόνος. Πώς θα μπορούσε η θεά της σοφίας να μη σ’ αγαπήσει; Προμηθέας: Τότε ξέρεις τον κίνδυνο που περιέχει αυτός ο μύθος. Αθηνά: Είναι η αλήθεια ότι η καθολικότητα της μεγαλοφυΐας σου φοβίζει τον θεό των θεών. Χρόνος. Είναι η αιτία του βδελυρού μαρτυρίου σου. Προμηθέας: Δεν είναι τόσο το ον μου που φοβάται παρά το έργο μου και την επίδρασή του στην ανθρωπότητα. Σιωπή. Όμως το έργο δημιουργεί το ον κι όχι το αντίθετο. Ποια άραγε γυναίκα θα μπορούσε ν’ αγαπήσει έναν άνθρωπο που μπορεί ν’ αγαπήσει μόνο την ανθρωπότητα; Αθηνά: Γυναίκα καμιά έχεις δίκιο. Χρόνος. Μόνο μια θεά θα μπορούσε. Προμηθέας: Όμως ποια θεά θα καταλάβαινε τη θυσία μου; Αθηνά: Θεά γεννημένη μες στη σκέψη. Προμηθέας: Ποιος θα ήταν ο λόγος της αγάπης της; Αθηνά: Τι σημασία ο λόγος: Με τα βάσανά σου έγινες ίσος θεού! Προμηθέας: Όχι! Αν ήμουν θεός, θ’ αυτοκτονούσα για να ελευθερώσω την ανθρωπότητα! Αθηνά: Μη μιλάς έτσι, αγάπη μου. Χρόνος. Τέτοια λόγια φοβίζουν τους θεούς. Προμηθέας: Κάνεις λάθος Αθηνά. Αν με καταδίκασαν σ’ αυτό το μαρτύριο είναι γιατί φοβούνται ότι η παρουσία μου μόνο θα εξαπολύσει μια αντίδραση. Αθηνά: Ποιαν αντίδραση; Προμηθέας: Τη σκέψη της ανθρωπότητας! Αθηνά: Είναι παράλογο η ανθρωπότητα δεν μπόρεσε ποτέ να σκεφτεί από μόνη της. Προμηθέας: Κατά τη θρησκεία των θεών! Σιωπή. Το αντίθετο θα ήταν παραβίαση. Αθηνά: Κάποτε η σοφία είναι ο αντίπαλος της μεγαλοφυΐας. Διότι αντιπροσωπεύει την απόλυτη κυριαρχία του γνωστού κόσμου, ενώ η μεγαλοφυΐα ανακαλύπτει το άγνωστο. Προμηθέας: Κάθε ανακάλυψη είναι μια ανατροπή. Αθηνά: Μόνο που τώρα πρόκειται για την ουσία της ύπαρξής μας! Διότι αυτό που ανακάλυψες είναι ο θάνατός μας! Προμηθέας: Το λυκόφως των θεών προηγείται της χαραυγής της ανθρωπότητας. Αθηνά: Το τέλος της αιωνιότητας θα γεννήσει την ημέρα. Σιωπή. Έκλεψες τη φωτιά για να χαρίσεις το φως! Προμηθέας: Ήταν μια ανάγκη! Αθηνά: Μα γιατί; Προμηθέας: Ο μόνος ανθρώπινος θεός είναι η σκέψη της ανθρωπότητας!
Σκηνή 4
Ανθρωπότητα
Με τα βάσανά σου γεννήθηκε η θεϊκή τύψη. Κάθε νύχτα κι ένας καινούργιος πόνος κάθε μέρα κι ένας καινούργιος ήλιος. Όλα ήταν ένα πάθος μιαν ανάγκη μιαν ορμή κι έγιναν ένα λάθος και μια κόκκινη οργή. Πάνω στο βράχο της ξενιτιάς στον Παρθενώνα της αλήθειας στον Άρειο πάγο της αδικίας αθάνατε Τίτανε έγινες ο πρώτος άνθρωπος. Ο Αχιλλέας της αθανασίας και της ανθρώπινης γενιάς, ο Οδυσσέας της τιτανομαχίας και του ακίνητου ταξιδιού. Σ΄ εξόρισε στα πέρατα της γης η εξόργιση της εξουσίας έπεσε πάνω στης γνώσης την αστραπή της δύναμης ο κεραυνός. Τα μάτια σου πήραν το χρώμα του ήλιου. Δεμένος και μισημένος εσύ, Προμηθέα, ο πρώτος άνθρωπος έλυσες το αίνιγμα της φλόγας εσύ, Προμηθέα, ο πρώτος άνθρωπος άναψες το λυκόφως των θεών σπάζοντας τα αόρατα τείχη της γνώσης. Όλα είναι ένα. Δίνοντας τον αγώνα της δημιουργίας ο μύθος σου έσπασε και την αιωνιότητα. Καλοκαίρι κατάλευκο ο δεσμός σου, χειμώνας κατάμαυρος τα δεσμά σου. Μα η σκέψη σου δεν γνωρίζει συμβιβασμούς μόνο τόλμη. Το φως έπεσε πάνω σε τούτη τη γη. Κι η θάλασσα κι ο ουρανός έσμιξαν με τη γενιά της φωτιάς. Η σκιά σου υπάρχει μόνο και μόνο για να δείξει που βρίσκεται το φως σου. Το πάθος σου, το απόσταγμα της ανθρωπότητας. Φώτισες τον ωκεανό του αγνώστου και τη μαύρη σου μοίρα, ξέσπασες στην ερημιά της σκέψης μ’ όλη σου τη δύναμη και δημιούργησες ένα καινούργιο φαινόμενο: της νοημοσύνης το θαύμα: τον αλτρουισμό μιαν άλλην ύλη μιαν άλλην ενέργεια: το ελεύθερο πνεύμα. Η αναζήτηση της αλήθειας πιο ακριβή κι από την αλήθεια. Κοντά στον ήλιο εκεί στα ύψη είδες μόνο την ουσία την έννοια της ζωής. Και με τις γνώσεις σου μας έδειξες ότι κάθε πέτρα είναι μια ιδέα και κάθε μάρμαρο μια σπασμένη μνήμη. Τίποτα δεν ξεχνά ο ήλιος της δικαιοσύνης, τίποτα δεν φοβάται η τόλμη της ρωμιοσύνης. Με τη στάχτη του φωτός στο βλέμμα κοίταξες τη φωτιά του κόσμου κι είδες μες στη μνήμη του μέλλοντος το πρόσωπο της ανθρωπότητας. Ήλιε μας, αν δεν υπήρχες αιώνια θα ήταν η νύχτα μας. Εσύ, ο πρώτος μας έμαθες πως κάθε ιστορία των ανθρώπων είναι ένας μοναδικός στύλος που βαστά ένα μέρος της συλλογικής μας Μνήμης. Εσύ, Σωκράτη της τόλμης αυτοκτόνησες ατέλειωτες φορές για να ζήσουμε πάλι κάθε στιγμή της ζωής μας. Διότι την ίδια στιγμή δύο φορές δεν ζεις. Μας έδειξες ότι κάθε στιγμή είναι ένα κομμάτι αθανασίας ενώ η αθανασία είναι μόνο στιγμές. Και μετά το πάντα των θεών και το όνειρο των θνητών, μετά το λυκόφως των ειδώλων θα ‘ρθει η χαραυγή των ανθρώπων και μαζί της ο ήλιος της δικαιοσύνης. Μες στη φωτιά του παρόντος είδες το φως του μέλλοντος. Μες στο όνειρο των ανθρώπων είδες την ύπαρξη της ανθρωπότητας. Προμηθέα, είσαι εκείνος που δεν ξεχνά το αύριο, μέσα στο κατεχόμενο παρόν, είσαι το εγκλωβισμένο μέλλον
Σκηνή 5
Προμηθέας και Αθηνά
Προμηθέας: Ήρθες και πάλι Αθηνά; Αθηνά: Ποτέ δεν θα μπορούσα να σ’ εγκαταλείψω, Προμηθέα. Χρόνος. Ξέρεις ότι τα μέλλοντά μας είναι δεμένα. Προμηθέας: Μα αυτοί οι δεσμοί δεν είναι δεσμά! Σιωπή. Θα είσαι πάντα ελεύθερη Αθηνά. Αθηνά: Την αγάπη μου σου χάρισα, όχι την ελευθερία μου. Προμηθέας: Και μπόρεσα να σου δώσω μόνο τη θυσία μου! Αθηνά: Από τα βάσανά σου γεννήθηκαν οι τύψεις των θεών. Προμηθέας: Ποτέ δεν ζητιάνεψα τον οίκτο τους! Αθηνά: Κανένας δεν μπορεί να σε κατηγορήσει για τούτο. Η ζωή σου είναι ένα δώρο, δεν ξέρεις να δέχεσαι μόνο να δίνεις. Προμηθέας: Κι είσαι η μόνη που το καταλαβαίνει. Χρόνος. Ο Ηρακλής μου είπε. Αθηνά: Μη λες τίποτα αγάπη μου! Χρόνος. Δεν μου χρωστάς τίποτα, σου τα χρωστώ όλα! Προμηθέας: Κι όμως εσύ μου χάρισες αυτό το πέτρινο δακτυλίδι! Σιωπή. Μετέτρεψες την καταδίκη μου σε πολύτιμη πέτρα. Αθηνά: Η αξία της πέτρας δεν είναι τίποτα σε σχέση με τον βράχο του μύθου σου. Προμηθέας: Είναι όμως η ουσία της για τον Ολύμπιο. Αθηνά: Δεν είναι παρά το στρατήγημα μιας γυναίκας έτοιμης για όλα, για να σώσει την αγάπη της. Προμηθέας: Άλλαξες με τον χρόνο, έγινες… Αθηνά: Πιο ανθρώπινη; Χρόνος. Δεν είναι οι 13 γενεές του χρόνου που μ’ άλλαξαν. Είναι η γνωριμία μου με τον πρώτον άνθρωπο που μετέτρεψε τη ζωή μου. Ζω μόνο από εκείνη τη στιγμή και δεν ζω παρά μόνο για εκείνη τη στιγμή! Προμηθέας: Το εφήμερο είναι η αρχή της αιωνιότητας της στιγμής. Αθηνά: Μόνο που χρειάστηκε η νοημοσύνη σου για να το ανακαλύψουμε. Χρόνος. Ακόμα και η απόλυτη γνώση δεν είναι τίποτα δίχως την εξήγηση της μεγαλοφυΐας. Προμηθέας: Δεν φοβάσαι να το μάθει ο Δίας ότι ήρθες στον Καύκασο, στην άκρη του ουρανού και της θάλασσας; Αθηνά: Τώρα που γνωρίζω την χαραυγή, δεν φοβάμαι πια το λυκόφως! Προμηθέας: Πρόσεχε Αθηνά, διότι το λυκόφως των θεών θα κρατήσει ακόμα πολλούς αιώνες. Αθηνά: Από εκείνη τη στιγμή, οι αιώνες δεν είναι τίποτα πια. Θα περιμένω τη χαραυγή της ανθρωπότητας. Προμηθέας: Δεν φοβάσαι πια τους θνητούς, το δημιούργημα του Δία; Αθηνά: Τι είναι οι θνητοί του Δία μπροστά στους ανθρώπους του Προμηθέα; Προμηθέας: Η άγνοια μπροστά στη γνώση της άγνοιας! Αθηνά: Όχι, ένα μόνο πράγμα φοβάμαι, τη σφαγή των αθώων. Χρόνος. Πόσα δαδιά πρέπει να καούν για να ξυπνήσει η ανθρωπότητα; Προμηθέας: Κάθε φωτιά θα φέρει το φως της στην ανθρωπότητα! Σιωπή. Το φως θα γεννηθεί από τη φωτιά. Αθηνά: Πως ν’ αντέξουμε όλες αυτές τις θυσίες; Προμηθέας: Σαν μια ανάγκη. Η ανθρωπότητα θα γεννηθεί από τις στάχτες της φωτιάς. Αθηνά: Άρα το βάσανο σου δεν ήταν παρά το σύμβολο αυτής της ανάγκης; Προμηθέας: Το πρώτο όραμα της πάλης της ανάγκης εναντίον της τύχης. Αθηνά: Το πεπρωμένο της νοημοσύνης! Προμηθέας: Όχι, ο μύθος της! Αθηνά: Για κάθε μέρα που ζήσαμε μες στη θρησκεία των θεών, θα εξιλεωθεί μία φωτιά. Προμηθέας: Και κάθε φωτιά θα δώσει τη μέρα στην ανθρωπότητα. Αθηνά: Εισχωρώντας στο μισοσκόταδο της νύχτας, πλησιάζουμε τη μέρα που θα ξημερώσει ο κόσμος. Προμηθέας: Και κάθε μία από τις ομορφιές που έσπασε ο χρόνος θα είναι το αρχικό στοιχείο του καινούργιου κόσμου. Αθηνά: Είναι σαν οι θεοί να είχαν γεννηθεί για να δώσουν ζωή στους ανθρώπους. Προμηθέας: Πεθαίνοντας. Αθηνά: Γεννηθήκαμε από τον πόθο των ανθρώπων να γίνουν αθάνατοι και πεθαίνουμε για να γίνουν οι θνητοί, άνθρωποι. Προμηθέας: Ποια είναι η αξία ενός ονείρου αν δεν δώσει ζωή; Αθηνά: Η ζωή ενός θεού. Χρόνος. Δεν είμαστε παρά ένα απέραντο όνειρο της ανθρωπότητας. Προμηθέας: Αθηνά, είσαι το πιο όμορφο όνειρο της ζωής μου! Αθηνά: Φοβάμαι όμως πως πρέπει να λήξει το όνειρο. Χρόνος. Φοβάμαι. Προμηθέας: Από το όνειρό σου γεννήθηκε το όραμά μου! Αθηνά: Όμως πρέπει να πεθάνει το όνειρο για να γίνει το όραμά σου πραγματικότητα Είμαι η φωτιά του φωτός σου. Προμηθέας: Τότε, Αθηνά, θα καούμε μαζί μες στη σκέψη της ανθρωπότητας!
|