371 - Η πολεμολογική έννοια του κράτους
N. Lygeros
Ένα από τα πολλαπλά προβλήματα της δήθεν λύσης που προτείνει το σχέδιο Ανάν είναι η πρακτική εξαφάνιση κάθε στρατιωτικού στοιχείου στο νησί μας. Αν εξετάσουμε τις γεωστρατηγικές θέσεις των Αγγλοαμερικανών αξιωματούχων, η τοπική διαχείριση ενός ανεξάρτητου στρατού δεν είναι βιώσιμη ούτε διπλωματικά ούτε στρατηγικά, διότι η ίδια του η ανεξαρτησία δεν επιτρέπει εύκολα έναν γενικό συντονισμό. Από την πλευρά του, ακόμα και η ύπαρξη ενός ανεξάρτητου κράτους δεν είναι ωφέλιμη. Αν λοιπόν αυτό το κράτος διαθέτει κι έναν ισχυρό στρατό που μπορεί με τις πρωτοβουλίες του να διαμορφώσει τοπικά το πλαίσιο μ’ έναν απρόβλεπτο τρόπο, είναι βέβαια ευνόητο για ποιο λόγο υπάρχουν οι προτάσεις του σχεδίου Ανάν.
Πολλοί ακόμα κι από τους δικούς μας αναλυτές θεωρούν ότι η ύπαρξη ενός στρατού στο νησί μας είναι μια λεπτομέρεια εφόσον θα υπάρχει μια κρατική οντότητα. Ο λόγος είναι ότι βλέπουν το στρατιωτικό στοιχείο ανεξάρτητα από το πολιτικό. Όμως οι στρατηγικές αναλύσεις αποδεικνύουν ότι ο πόλεμος είναι μια προέκταση της εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους κι ότι δεν μπορούμε ν’ αφαιρέσουμε την πολεμολογική έννοια μιας ανεξάρτητης πολιτικής. Με κάθε τρόπο, οι ξένοι αξιωματούχοι προσπαθούν να προωθήσουν το μοντέλο της μεσογειακής Ελβετίας για την Κύπρο, ξεχνώντας το στρατιωτικό στοιχείο της. Διότι ακόμα και η Ελβετία που αντιπροσωπεύει το ιδανικό μοντέλο ενός ουδέτερου κράτους έχει έναν δυναμικό στρατό.
Ο μόνος τρόπος για την Κύπρο για να εξασφαλίσει την οντότητά της, ακόμα και σ’ ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο, είναι η ύπαρξη ενός δυναμικού στρατού καλά δομημένου που δεν αποτελεί απλώς ένα τεχνητό και ασήμαντο παράρτημα διότι η συμμαχία είναι ισχυρότερη. Κάθε μέλος μιας δυναμικής συμμαχίας αναζητεί από το άλλο τις ιδιότητές του που συμπληρώνουν αποτελεσματικά τις δικές του. Γι’ αυτόν τον λόγο, πρέπει να διαφοροποιήσουμε τη στάση μας έτσι ώστε να μην είμαστε απλώς μια εδαφική προέκταση μιας στρατηγικής που δεν μας ανήκει. Αυτό το έδαφος που διαχρονικά αποτέλεσε ένα στρατηγικό στοιχείο για τους ξένους κατακτητές, πρέπει να το χρησιμοποιήσουμε κι εμείς. Δεν μπορεί μια οντότητα που μας προκάλεσε τόσα προβλήματα στο παρελθόν να μην είναι δυναμικά χρήσιμη στο μέλλον.
Όλοι θέλουν να μας πείσουν ότι το τέλος των προβλημάτων μας θα έλθει από την αφόπλιση του νησιού μας. Ξέρουμε όμως πολύ καλά ότι ιστορικά, και μερικοί από μας το έζησαν και το πονούν ακόμα, οι εξελίξεις της βίαιης εισβολής του 1974 προέρχονται κι από την έλλειψη της ελληνικής μεραρχίας και του οπλισμού του κυπριακού στρατού. Η μη αποτελεσματική άμυνά μας επέτρεψε στον εισβολέα να πετύχει στόχους που δεν είχε καν υπολογίσει. Ακόμα και τώρα δεν υπάρχει θεωρητικός λόγος μη ύπαρξης μιας άλλης εισβολής. Κι αν αυτή προκαλούσε αρνητικές επιπτώσεις, στο διπλωματικό επίπεδο ποιες θα ήταν οι πρακτικές αντιδράσεις; Η ιστορία έχει ήδη απαντήσει σ’ αυτό το νοητικό ερώτημα.
Η ιστορία απέδειξε το κέρδος μιας στρατιωτικής επέμβασης για τον εισβολέα. Ακόμα και τα εδαφικά ποσοστά που πρόκειται να επιστρέψουν δεν θα υπήρχαν καν, αν ο στρατός είχε τον κατάλληλο οπλισμό εκείνη την εποχή. Δεκάδες χρόνια διπλωματίας δεν κατάφεραν να ανατρέψουν τα αποτελέσματα που πέτυχε ο εισβολέας μετά από λίγες εβδομάδες. Δεν πρέπει να κοιτάζουμε το παρελθόν μελαγχολικά, μα να το μελετάμε με ακρίβεια. Με όλα τα μαθήματα που μας έδωσε η ιστορία μας, δεν έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε τα ίδια λάθη. Ο στρατός ως πολεμολογικό στοιχείο είναι αναγκαίος για την εξωτερική μας πολιτική και για την ίδια μας την ύπαρξη ως ανεξάρτητη οντότητα σ’ ένα συμμαχικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο. Κάθε πρόταση που τον απορρίπτει είναι ένας διπλωματικός τρόπος μιας μεθοδικής εξουδετέρωσης της κρατικής μας ύπαρξης.