Ένιωσα πάνω στα βλέφαρά μου εκείνο το τρυφερό φως της χαραυγής και δάκρυσαν τα μάτια μου. Θυμήθηκαν τα χάδια της νύχτας και της αόρατης βροχής. Έβρεχε το φως πάνω μας και ήπιαμε τη σιωπή του. Δεν είπαμε τίποτα, όμως τα χέρια σου μίλησαν κι άκουσα για πρώτη φορά το φως της νύχτας πάνω στην ανοιχτή πληγή της ημέρας. Κυλούσε πάνω μου η ιστορία της στιγμής κι έπαψε η αθανασία. Ήσουν τόσο κοντά μου που σ’ έχασα μέσα μου και σε βρήκα και πάλι στην αγκαλιά μου. Χύθηκε ο πόθος μες στο πάθος κι άγγιξα την ελευθερία της σκλαβιάς. Ακόμα κι όταν άνοιξαν τα μάτια μου δεν λύθηκαν τα δεσμά της ανάγκης. Ήταν η πρώτη μέρα που έβλεπα μετά από τόσες νύχτες, ήταν η πρώτη λάμψη μες στα ίχνη της σκιάς. Όλη η φωτιά έγινε φως και σήκωσα το βάρος του. Δεν ήθελα να πονέσεις και δεν τόλμησα να σ’ αγκαλιάσω όπως το κάνει η θάλασσα. Δεν ήθελα να σπάσει το κύμα πάνω στο κορμί σου όπως σπάζει τον θάνατο, η ζωή. Ήπια τα δάκρυά μου και μαζί τους και την εικόνα σου, εκείνο το βλέμμα βαθύ σαν τον ωκεανό. Μέθυσα με το γαλάζιο σου κι έχωσα τα δάκτυλά μου μες στα κύματα των μαλλιών σου. Εκεί στην πατρίδα των αρωμάτων, έκλεψα μια χούφτα ζωής για να πεθάνω και πάλι για σένα. Ξέρω ότι άργησα να ’ρθω κοντά σου όμως τώρα θ’ αργήσω όσο ζω. Κάθε στιγμή της ζωής σου είναι ένα κομμάτι της μνήμης μου. Δεν θέλω πια να υποφέρεις. Θα είμαι εδώ να πίνω τα δάκρυά σου, θα είμαι εδώ να σου δίνω τις στιγμές. Ακόμα κι εκείνες τις τελευταίες που ανήκουν μόνο στον χρόνο θα τις κλέψω για σένα. Μοίρασε τη μοναξιά σου μαζί μου, δώσε μου τον σταυρό σου κι έλα να σου δώσω τα φτερά μου. Είναι φτιαγμένα για τους άλλους, είναι φτιαγμένα για τους ήλιους. Κανένας δεν μπορεί να σ’ αγγίξει σαν εμένα, κανένας δεν μπορεί να σ’ αγαπήσει σαν εμένα γιατί κανένας δεν έζησε για σένα τόσες φορές, γιατί κανένας δεν πέθανε για σένα τόσες φορές. Είσαι το πάθος που ενώνει τη στιγμή με την αθανασία, την ανάγκη με την τύχη, τον άνθρωπο με τον θεό. Είσαι τα τριάντα φιλιά του ήλιου.