625 - Το ακίνητο καράβι
Ν. Λυγερός
Μόλις ξημέρωσε ο κόσμος
περάσαμε από τη χαράδρα του μετάλλου
πάνω στη σχισμένη γέφυρα
και πήγαμε για καφέ. Εκείνο το φωτεινό πρωί
πάνω στο γαλάζιο της θάλασσας
κάτω από την άσφαλτο της πόλης
με κέρασες φραπέ.
Το καράβι μας ήταν ακίνητο
ενώ ταξίδευαν τα νερά
ήσουν πλάι μου για πρώτη φορά
όταν έτρεξε το φως πάνω στη σκιά.
Κι αν τα μάτια μου πόνεσαν
δεν έχασαν το βλέμμα σου
κι όταν ήπια τα χείλη σου
ξέχασα τα δειλινά.