Ο δάσκαλος δεν μίλησε. Ζούσε μες στη σιωπή. Κι ο μαθητής κατάλαβε πως ήθελε να του πει κάτι το σημαντικό. Πάντα έτσι έκανε όταν υπήρχε ανάγκη. Τώρα όμως δεν ήξερε ποιο ήταν το θέμα του μαθήματος. Ήξερε μόνο ότι ο δάσκαλος είχε ξαγρυπνήσει. Το καντήλι του έσταζε από νύχτα και τα βιβλία του ήταν ανοικτά στον κόσμο. Πρόσεξε όμως και μερικές άγνωστες γκραβούρες κάτω από τα βιβλία. Πρώτη φορά τις έβλεπε στο σπίτι του δασκάλου του. Όταν εκείνος τον κοίταξε στα μάτια ένιωσε πάνω του τα βάσανα της νύχτας και βούρκωσαν τα μάτια του. Δεν έκλαψε όμως, ήταν πια μεγάλος, δεν είχε δικαίωμα. Πλησίασε τον δάσκαλό του κι άγγιξε τον πόνο του δίχως να πει τίποτα. Ήταν καθισμένος με τα χέρια σταυρωμένα, ακίνητος. Το μαρτύριο της νύχτας τον είχε παραλύσει. Δεν μπορούσε πια να σηκώσει το βάρος της μεγάλης του ψυχής. Εκείνη τη νύχτα έμαθε την ανάγκη της σιωπής. Ο μαθητής του τον κοίταζε προσεχτικά. Ήθελε να τον βοηθήσει μα δεν ήξερε τι να κάνει. Κάποια στιγμή ο δάσκαλος άπλωσε το χέρι του και μετά από πολλή προσπάθεια κατάφερε να το κρατήσει πάνω από το κεφάλι του μαθητή του. Έπρεπε να μάθει τι έγινε, μα πώς να του το πει δίχως να τον πληγώσει; Τότε ο μαθητής του έπιασε το χέρι του και το φίλησε κι ο παπάς κατάλαβε πως ήταν έτοιμος. Ο θεός ήταν μαζί τους. Ακόμα κι εκεί, σ’ εκείνη τη χαράδρα του κόσμου. Είχε ξεφύγει από την άλλη. Εκείνη τη νύχτα τα όνειρα έγιναν αναμνήσεις κι η βροχή, δάκρυα. Δεν άντεξε τον πόνο της λήθης και πλήγωσε τη μνήμη του. Σ’ εκείνη τη χαράδρα έσβησε ο φίλος του, ο κλέφτης, ο άπιαστος. Τον πρόδωσαν οι δικοί του στους Τούρκους. Χρόνια έψαχνε πληροφορίες για τον θάνατό του κι όταν βρήκε εκείνες τις γκραβούρες, κατάλαβε. Όμως το έμαθαν οι βάρβαροι κι ήρθαν τη νύχτα και τον έπιασαν. Τον βασάνισαν κάτω από τη σελήνη. Και τη χαραυγή τού έκοψαν τη γλώσσα. Δεν έπρεπε να μιλήσει.