Η φωτιά έκαιγε το τελευταίο βιβλίο. Ο μικρός ήθελε να το σώσει μα δεν τολμούσε να πλησιάσει και τον έσπρωχνε η φωτιά. Ήταν η τελευταία μάχη του βιβλίου. Ο μικρός άκουγε το φύλλο, το ξύλο, το δέντρο που έκαιγαν με το βιβλίο. Σε κάποια στιγμή όμως όταν το τσάκιζε η φωτιά, το βιβλίο άνοιξε στα δύο και μερικά φύλλα ξέφυγαν. Ο μικρός έκλαιγε από τη χαρά του όταν έπιασε τα τριάντα φύλλα. Ήταν τόσο ξαφνικό. Τα έβαλε όλα μαζί πάνω στο στήθος του λες και κρατούσε μιαν εικόνα, την εικόνα του αγνοούμενου παππού του. Δεν του είχε μείνει τίποτα από αυτόν εκτός από το βιβλίο. Γι’ αυτό το έκαψαν οι άλλοι. Ήθελαν να σβήσουν κάθε ίχνος του μέσα στη φωτιά. Όμως το βιβλίο αντιστάθηκε και τώρα ο μικρός ένιωθε τη ζεστασιά των φύλλων πάνω στο κορμί του. Τον έκαιγε η μνήμη του παππού του. Είχε τελειώσει ο στερνός αγώνας του βιβλίου και γονάτισε ο μικρός. Κοίταζε το πάτωμα, δεν ήθελε να δει τη στάχτη μέσα στο τζάκι. Εκείνη τη στιγμή μπροστά στα λείψανα του βιβλίου έδωσε τον όρκο της ζωής του. Όχι μόνο θα έψαχνε τον παππού του μα θα έγραφε και την ιστορία του. Με τα τριάντα φύλλα θα ’ρχόταν και πάλι η άνοιξη. Σηκώθηκε προσεχτικά, ήταν πια μόνος μέσα στο σπίτι. Για να ζήσει ο παππούς του κι η μνήμη του έπρεπε να πεθάνει κι αυτός μέσα στη λήθη. Τώρα δεν φοβόταν τη φωτιά. Πλησίασε κι έπιασε ένα φλογοκαμένο ξύλο και το πέταξε πάνω στο κρεβάτι του. Εκείνο πήρε αμέσως φωτιά κι έκαψε τα νιάτα του. Ο μικρός πέθανε εκείνη τη στιγμή και γεννήθηκε ο άλλος, εκείνος που δεν φοβόταν τη φωτιά, ο εγγονός του κλέφτη. Τα μάτια του πετούσαν φωτιές. Είχαν έρθει για να σβήσουν τη μνήμη, θα πήγαινε να την ανάψει στα πέρατα του κόσμου. Θα έγραφε με μαύρο μελάνι τη μοίρα των άλλων. Πίσω του όλο το σπίτι ήταν τυλιγμένο στις φλόγες. Εδώ ήταν το τέλος της ζωής. Κι εδώ θα ήταν η αρχή του θανάτου. Είχε κλέψει από τη φωτιά τα κομμάτια του φωτός και τώρα περπατούσε μόνος πάνω στη γη που τον γέννησε, πάνω στη γη για την οποία θα πέθαινε. Τώρα το ήξερε.