Άκουγε ένα παλιό κλέφτικο τραγούδι και θυμήθηκε την πρώτη επανάσταση. Εκείνη την εποχή, όλοι περίμεναν τη βοήθεια των Ρώσων. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που ήξεραν την αλήθεια. Όμως δεν είπαν τίποτα. Ακόμα και χαμένη η επανάσταση έπρεπε να γίνει για να ’ρθει επιτέλους εκείνη που θα απελευθέρωνε το μέλλον τους. Τότε φάνηκε για πρώτη φορά, η παράξενη χειρολαβή και 500 παλικάρια μπήκαν στη μάχη του παρελθόντος. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες πάλεψαν αδιάκοπα εναντίον των τυράννων. Οι 500 είχαν γίνει ένας κι ο ένας ήξερε το τέλος πριν αρχίσει ο αγώνας. Ήξερε πως θα πέθαινε στην Πόλη. Έτσι έδωσε όλη του τη ζωή σ’ αυτόν τον αγώνα, τον απεγνωσμένο αγώνα. Όλα τα σπαθιά τους έσπασαν μα δεν λύγισαν τα χέρια τους, δεν άφησαν την παράξενη χειρολαβή. Εκείνη τη στιγμή σταμάτησε το λαούτο και κοίταξε το φτερό του αετού. Τότε θυμήθηκε πού την είχε δει την πρώτη φορά. Πώς δεν το είχε σκεφτεί πριν; Ήταν το σημάδι τους, ήταν το σύμβολό τους. Ήταν και πάλι εδώ κι έπρεπε να τους βρει με κάθε τρόπο. Σηκώθηκε απότομα κι έπιασε το μαχαίρι του. Το έβγαλε από τη θήκη του και κοίταξε τη λεπίδα του. Ήταν η λεπίδα ενός σπασμένου σπαθιού, το δώρο της μάνας του, η συνέχεια της μάχης. Η λαβωματιά του σημαδιού είχε γίνει το στίγμα του αγώνα. Βγήκε, έπρεπε να δει κατάματα τον ήλιο. Δεν ήθελε να ναυαγήσει η ψυχή του μες στο σπαραγμό της μάνας του. Έβγαλε από τη ζώνη του το μυστικό σπάραγμα. Έσφιξε το χέρι κι η αόρατη συμφωνία επισφραγίστηκε. Η αντίσταση συνέχιζε. Το φτερό του αετού θα πετούσε και πάλι πάνω στην παράξενη χειρολαβή. Θα έγραφε και πάλι τη μοίρα του λαού με το μαύρο μελάνι του πόνου. Ο ήλιος έκαιγε τα μάτια του μα δεν έσκυψε. Ήθελε να πιει το φως του. Έβαλε και πάλι το σπάραγμα στη ζώνη του και το μαχαίρι στη θήκη του. Ήταν πια έτοιμος.