Για να τους ξεφύγει μπήκε στην εγκαταλελειμμένη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Ήξερε πως ο άγιος θα προστάτευε το παιδί της. Ανέβηκε βιαστικά στον γυναικωνίτη και κοίταξε έξω ανάμεσα στις πέτρες. Έρχονταν οι πέντε άντρες, το μαύρο χέρι της δουλείας ήθελε να τη σφάξει. Εκείνη ήταν έτοιμη να πεθάνει από την πρώτη στιγμή, όμως τώρα ήταν έγκυος κι ήθελε να ζήσει το παιδί της. Κοίταξε ξανά έξω. Σε λίγο θα την έπιαναν. Δεν ήξερε τι να κάνει. Μα όταν το βλέμμα της έπεσε πάνω στην τοιχογραφία του αγίου, άκουσε τη γλυκιά του φωνή. Δεν του απάντησε. Δεν ήξερε τι να πει. Κατέβηκε τα σκαλιά όπως κατεβαίνουν στον Άδη. Διέσχισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε την ερειπωμένη εκκλησία κι έφθασε στο ιερό. Φοβήθηκε να βάλει το πόδι της στον ιερό τόπο μα άκουσε τα λόγια του αγίου. Κρύφτηκε πίσω από την Αγία Τράπεζα κι ησύχασε. Ο άγιος ήταν μαζί της και θα προστάτευε το παιδί της. Οι πόρτες της εκκλησίας τραντάχτηκαν από τη βία του μαύρου χεριού. Η εκκλησία άκουσε για πρώτη φορά τις κραυγές της οργής. Κι οι πέντε ήθελαν να την κομματιάσουν. Δύο ανέβηκαν αμέσως στον γυναικωνίτη μα δεν βρήκαν ίχνος. Πέρασαν τα χέρια τους πάνω στους τοίχους της εκκλησίας για να βρουν μια μυστική κρυψώνα. Πλησίασαν το ιερό, μα ήξεραν πως η Ρωμιά δεν θα τολμούσε ν’ αμαρτήσει γιατί ακόμα κι οι ίδιοι φοβόντουσαν τον Άγιο Γεώργιο. Ήξεραν πόσο ισχυρός ήταν. Αν ήταν ένας άλλος άγιος, θα είχαν κάψει την εκκλησία για να βρουν την άπιστη. Εκείνη δάγκωσε τα χείλη της. Είχαν αρχίσει οι πόνοι της. Λες και το παιδί να ήθελε να προστατέψει τη μάνα του. Δεν μπορούσε να την αφήσει μόνη της. Ήταν τόσο κοντά οι άλλοι που ένιωθε τα χνώτα τους πάνω στο σβέρκο της. Δεν έσκυψε όμως. Δεν ήξερε. Βαστούσε το παιδί της που ήθελε να ελευθερωθεί. Κι όταν βγήκαν από την εκκλησία, έσπασαν τα νερά της. Δεν μπόρεσε να του αντισταθεί άλλο. Εκείνη την ημέρα κάτω από την Αγία Τράπεζα γεννήθηκε ο τρομερός της γιος. Αυτό θέλησε ο φύλακας προστάτης κι αυτό έγινε. Εκείνη την ημέρα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου γεννήθηκε ο κλέφτης.