Όταν έλαβε το γράμμα του θυμήθηκε την πρώτη τους συνάντηση. Εκείνη τον κοίταζε, εκείνος δεν την έβλεπε. Δεν ήξερε ότι θα ’ταν στη μυστική συνάντηση. Εκείνος έπρεπε να μιλήσει, εκείνη έπρεπε ν’ ακούσει. Πριν ακόμα αρχίσει να ξεχειλίζει πάνω τους η σκέψη του, άκουγε τις κινήσεις του. Εκείνος ήταν άγνωστος, εκείνη είχε τους συμπατριώτες της. Και τα λόγια του κορμιού άγγιξαν τη σκέψη της. Ήταν σαν να τον γνώριζε από καιρό μα δεν ήξερε από πότε. Κάπου τον είχε δει ενώ το βλέμμα του δεν την είχε νιώσει. Δεν άκουσε καλά τι έλεγε, σημασία είχε η σιωπή του. Και τώρα ακόμα και πάνω στο γράμμα του, τη σιωπή του έβλεπε. Ήταν γραμμένη με μαύρο μελάνι. Ένιωθε πως αγαπούσε όλους τους αγωνιστές μα ο αγώνας της ήταν διαφορετικός. Για ’κείνη υπήρχε μόνο ένας αγώνας, η ζωή κι ο θάνατος κι ανάμεσά τους ο έρωτας. Τα λόγια του χάνονταν μες στη μάχη της σιωπής, δεν την είδε μα την ένιωσε κοντά του από την πρώτη στιγμή. Τα χέρια της ήταν τρυφερά σαν τα τριαντάφυλλα και το σώμα της χάδι ανέμου. Δεν της μίλησε, άκουσε πρώτα τη σιωπή της. Δεν κινήθηκε. Δεν ήθελε να την πληγώσει με μια απότομη κίνηση. Ήξερε πόσο έκαιγε το φως. Και την άφησε να φύγει με τις σκιές των άλλων. Δεν έπρεπε να πονέσει και κράτησε τον πόνο της μέσα στην πυγμή του. Είχε γεννηθεί μέσα σ’ έναν τάφο που άνοιξε η μνήμη. Ξανακοίταξε το γράμμα του κι είδε το φως του μαύρου. Το μελάνι του ήταν πυχτό σαν αίμα. Όταν φίλησε το γράμμα του θυμήθηκε τα λόγια του. Η μνήμη του είχε χαράξει τα χείλη του κι ένιωθε τα δικά της ακόμα και στην ξενιτιά. Δεν τον είχε πιστέψει. Ήταν περήφανη, δεν μπορούσε. Όταν όμως είδε τα χείλη του δίχως χαμόγελο, ένιωσε την ανοιχτή πληγή του. Δεν μπορούσε να την κλείσει παρά μόνο με τη δική της. Πάνω στα χείλη του η μνήμη έγινε φιλί. Δεν ήθελε να τον πιστέψει, ήθελε να ζήσουν μαζί τις σπάνιες στιγμές που κλείνουν τις πληγές και δεν της απάντησε. Όμως τώρα εκείνη ήξερε και το μόνο πράγμα που ήθελε ήταν να του σφραγίσει το στόμα με τα τριάντα φιλιά του ήλιου.