Ο μαθητής δεν είπε τίποτα. Διάβαζε τις κινήσεις του δασκάλου του πάνω στο χαρτί. Δεν έλεγε τίποτα, έκλαιγε όμως. Σκούπιζε τα δάκρυά του, δεν ήθελε να τα δείξει. Ο δάσκαλος έγραφε στοϊκά τα βάσανα που τράβηξε κι εξηγούσε στον μαθητή του τα γεγονότα της νύχτας. Ο μαθητής δεν μπόρεσε ν’ αντέξει τις τελευταίες λέξεις της περιγραφής και κοίταξε το κλειστό στόμα του δασκάλου. Τα χείλη του ήταν τρυφερά όπως πάντα, όμως μια κόκκινη γραμμή τα χώριζε. Πάνω στα χείλη είχαν χαράξει τα σύνορα του πόνου. Τα χέρια του μαθητή άρχισαν να τρέμουν. Είχε χάσει τον έλεγχο του εαυτού του. Είχε ακούσει για τα βασανιστήρια. Όμως τώρα τα ένιωθε πάνω στο κορμί του. Η ιδέα είχε γίνει πληγή και η πληγή λάβωσε την ιδέα. Ήθελε ν’ αγκαλιάσει τον δάσκαλό του, μα εκείνος το κατάλαβε και τον πήρε στην αγκαλιά του. Ξέσπασε σε λιγμούς, ακόμα και πληγωμένος εκείνος τον προστάτευε. Όταν συνήρθε είχε πάρει την απόφασή του. Δεν θα χρησιμοποιούσε πια τη γλώσσα του. Πήρε το καλάμι του δασκάλου του κι άρχισε να γράφει ερωτήσεις. Ποιος είναι ο κλέφτης; Ζει ή πέθανε; Αν ζει, πού είναι; Ο δάσκαλος κατάλαβε τη σκέψη του μαθητή κι έγραψε κι αυτός. Ο κλέφτης είναι εκείνος που πέθανε, ο κλέφτης είναι εκείνος που έρχεται. Η απάντησή του ξάφνιασε τον μαθητή του, μα είχε κι άλλες ερωτήσεις. Ήθελε να δει τις γκραβούρες. Ο δάσκαλος σήκωσε τα βαριά βιβλία του και πήρε τις γκραβούρες στα χέρια του. Τις κοίταξε και πάλι. Δεν δάκρυσε όπως την πρώτη φορά. Απλώς έβαλε το δάκτυλό του στο ματωμένο του στόμα κι ύστερα το πέρασε πάνω σ’ ένα σημείο της πρώτης γκραβούρας. Ο μαθητής δεν κατάλαβε την κίνησή του, μα δεν τόλμησε να γράψει την απορία του. Πήρε τη γκραβούρα και την κοίταξε προσεχτικά. Μόνο ένας σπουδαίος χαράκτης μπορούσε να δημιουργήσει αυτό το έργο. Το κοίταζες και σπάραζε η καρδιά σου. Είχε δώσει στο μαύρο της σκηνής το φως της θυσίας. Η ζωή του κλέφτη είχε χαράξει το βλέμμα του δημιουργού. Και τώρα, η βούλλα του δασκάλου είχε στιγματίσει το έργο του.