Ο κλέφτης, ο νεκρός, έσπασε το παραθυράκι του τάφου του κι άπλωσε το χέρι του για ν’ αγγίξει την τριανταφυλλιά του ήλιου. Την πρώτη φορά δεν τα κατάφερε. Προσπάθησε και πάλι όμως, και το γυαλί χώθηκε μες στο μπράτσο του. Το αίμα του έτρεχε και πάλι. Μα δεν το είδε, κοίταζε μόνο την τριανταφυλλιά του. Χρόνια τον περίμενε. Κι όταν την άγγιξε κοκκίνισε όπως πρώτα. Τ’ αγκάθια της μάτωσαν και πάλι τα δάκτυλά του κι εκείνος χαμογέλασε. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Σιγά-σιγά ένιωσε και πάλι τη δύναμη του πάθους. Εκείνη σήκωσε την πέτρινη μνήμη. Τα τρία δάκτυλα της πίστης άγγιξαν και πάλι τον ουρανό. Τον είχαν θάψει με τ’ άρματά του και τώρα πριν δώσει την καινούργια του μάχη, τα κοίταξε προσεχτικά. Είχε ακόμα και το σπασμένο σπαθί του φίλου του. Το φίλησε όπως έκανε παλιά και γονάτισε μπροστά στην τριανταφυλλιά. Έχυσε πάνω της τη ματωμένη του αγάπη. Κι όταν σήκωσε το κεφάλι του, το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω στον ήλιο της δικαιοσύνης. Ήταν κι αυτός έτοιμος για τον αγώνα. Ήξερε πως τον περίμεναν αντιστάσεις, βάσανα και θυσίες μα δεν λύγισε ούτε στιγμή. Έκοψε ένα τριαντάφυλλο για να πάρει μαζί του τα τριάντα φιλιά του ήλιου κι άρχισε να κατεβαίνει το μονοπάτι με τους πέτρινους φύλακες. Έπρεπε να φύγει και πάλι από το νησάκι της λίμνης. Τον περίμεναν τα αγνοούμενα χρόνια στην άλλη άκρη. Είχαν φορέσει τα μαύρα τους, μα εκείνος θα τα έσχιζε ακόμα κι αν έπρεπε να τους πληγώσει και να πληγωθεί. Όταν αντίκρισε την αγαπημένη του λίμνη δεν μπόρεσε να κρατηθεί, ήθελε να τη νιώσει πάνω στο κορμί του και βούτηξε γυμνός μες στα πεντακάθαρα νερά της. Κι εκείνη έπλυνε το σάβανο της ψυχής του, το λαβωμένο του κορμί. Μόλις βγήκε, έζωσε τ’ άρματά του πάνω στο καινούργιο του σώμα. Στα χείλη του κράτησε τη γεύση της λίμνης όπως κρατούσε το φιλί της γυναίκας του. Εκείνη είχε στο βλέμμα του όταν κοίταζε την πατρίδα του. Ήθελε να κλέψει και πάλι τη νύχτα μαζί της κι αυτό θα έκανε.