Από ’κείνη τη μέρα άλλαξε οριστικά η ζωή του μαθητή. Παλιά νόμιζε πως έπρεπε να μαθαίνει. Τώρα ήξερε πως αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Η ουσία είναι μία. Και την έβλεπε μέσα από το βλέμμα του δασκάλου του. Εκείνη την ημέρα κατάλαβε την έννοια του μέντορα. Αγαπούσε όλη την ανθρωπότητα και γι’ αυτό ήταν ολομόναχος. Κάθε του κίνηση ήταν γεμάτη ανθρωπιά και γι’ αυτό η ζωή ήταν κενή. Είχε γεννηθεί για να πεθάνει. Ενώ ο μαθητής του δεν μπορούσε να επινοήσει την ανθρωπότητα, δεν μπορούσε να κατανοήσει την ανθρωπιά. Είχε γεννηθεί για να καταλάβει τον πόνο, τον πόνο του άλλου δίχως όμως να μαρτυρήσει ο ίδιος. Αγαπούσε τη ζωή και δεν ήθελε να πεθάνει μες στη μοναξιά της ανθρωπιάς. Ήταν διαφορετικός και τώρα το ήξερε. Δεν έπρεπε να μοιάσει του δασκάλου του. Δεν γινόταν. Έπρεπε να τον βοηθήσει να βοηθά. Αυτός ήταν ο ρόλος του. Είχε γίνει ο σωματοφύλακας της ανθρωπιάς. Εφόσον δεν μπορούσε ν’ αγαπήσει την ανθρωπότητα, αποφάσισε ν’ αγαπήσει εκείνον που την αγαπούσε. Δεν ένιωθε τον πόνο της, μα ένιωθε τον πόνο του για ’κείνη. Το κορμί του μπορούσε ν’ αντέξει έναν μόνο θάνατο κι εκείνος θα ήταν ο θάνατος του δασκάλου του. Τα λόγια έγιναν σιωπή για ν’ ακούσουν κάθε σκέψη του δασκάλου κι οι κινήσεις του ο κορμός του έργου. Θα ήταν το ξύλο της μνήμης. Εκείνος θα κατέγραφε τις πληγές της ανθρωπιάς, εκείνος θα κατέγραφε τον μύθο της ιστορίας. Το χαρτί λύγιζε κάτω από το βάρος του μελανιού, το βάρος της σκέψης. Το φύλλο ένιωθε τον κορμό και τις ρίζες του ελληνισμού. Όλη η αντίσταση της πατρίδας του ήταν εκεί μες στο ματωμένο στόμα του δασκάλου του. Όμως δεν ήταν ακόμα η ώρα της κραυγής και της εξέγερσης. Έπρεπε πρώτα να έρθει και πάλι ο κλέφτης, ο φίλος του δασκάλου κι η παράξενη χειρολαβή που είχε δει πάνω στη γκραβούρα. Ήξερε ότι πέθανε κι όμως τον περίμενε όπως τον περίμενε ο δάσκαλος. Η πίστη τους ήταν ισχυρότερη από την πραγματικότητα. Κι η πραγματικότητα λύγισε. Είχαν τελειώσει όλα τα σχήματα της μάχης. Έλειπε μόνο ο κλέφτης της νύχτας.