Όταν είδε την εικόνα του Χριστού, θυμήθηκε τη μικρή. Ήταν μια νύκτα βαριά κι όμως η μικρή είχε έρθει σαν τους άλλους. Είχε έναν σκοπό: ήθελε να δει τον κλέφτη από κοντά. Ήξερε μόνο τη φήμη του μα τώρα ήθελε να αγγίξει τον άνθρωπο, εκείνον που την είχε αγγίξει δίχως να τη δει. Ο κλέφτης μιλούσε για ώρες. Ήταν ακούραστος. Το ήθελε ο αγώνας και το έκανε ο κλέφτης. Η μικρή άκουγε κάθε λέξη και κρατούσε στο χεράκι της το δώρο της. Το είχε κλέψει για να μπορέσει να του δώσει κάτι. Εκείνη δεν είχε τίποτα. Ήταν μόνο ένα ανώνυμο κορμάκι μέσα σε μια βαριά νύκτα. Όμως όταν την άγγιξε ο κλέφτης, της έφερε φως στη ζωή της. Είχε δίκιο. Ένα κερί φτάνει για να φωτίσει το σκοτάδι. Εκείνη την ημέρα αποφάσισε να του κάνει ένα δώρο, για να ξέρει κι αυτός ότι τα άτομα που γίνονται άνθρωποι τον αγαπούσαν. Όταν τέλειωσε ο κλέφτης κι έφευγαν οι άντρες, η μικρή τον πλησίασε. Την είδε που στεκόταν όρθια και τον κοίταζε. Την αναγνώρισε. Ήταν η δεύτερη φορά που την έβλεπε. Όπως πάντα, της μίλησε τρυφερά όπως ένας πατέρας στην κόρη του. Εκείνη τον κοίταζε όπως κοιτάζουμε τον ήλιο με θαυμασμό και δέος. Δεν ήξερε τι να πει και κρατούσε σφικτά το δώρο της, μόνο εκείνο μπορούσε να τη βοηθήσει. Στο τέλος δεν άντεξε και του το έδωσε. Τον ξάφνιασε, μα εκείνος δεν είπε τίποτα. Κοίταξε το δώρο της μικρής και είδε την εικόνα του Χριστού. Η μικρή είχε καρφώσει το βλέμμα της πάνω του. Ανησυχούσε. Όμως όταν είδε τα βουρκωμένα μάτια του κλέφτη, κατάλαβε πως τον είχε αγγίξει. Τώρα ήξερε πως τον αγαπούσε κι αυτή η μικρή ψυχή. Του είχε δώσει την εικόνα του Χριστού για να τον προστατεύει, μα όχι μόνο. Και τώρα που ερχόταν και πάλι πίσω για να τους σώσει είχε μες στη ζώνη του, δίπλα από το πιστόλι του, τη μικρή ξύλινη εικόνα.