670 - Αναπαράσταση και παράσταση
Ν. Λυγερός
Σε περίοδο αναμονής εξ ορισμού η ιστορία περιμένει, όμως η κοινωνία που θέλει να ζήσει την καθημερινότητα δεν μπορεί και προτρέχει στην ιδέα της αναπαράστασης. Εφόσον δεν μπορεί να πει τίποτα το καινούργιο, χρησιμοποιεί την επανάληψη του παρελθόντος για να γεμίσει το παρόν δίχως να συνειδητοποιήσει ότι αποκρούει την έννοια του μέλλοντος.
Όλη η ουσία της ιστορίας είναι ο μύθος ενώ η αναπαράσταση της ιστορίας είναι απλώς η αντιγραφή της καταγραφής. Η μη επιλεγμένη πληροφορία είναι νοητικός θόρυβος και η περιοδικότητα της καθημερινότητας δεν αποτελεί εξαίρεση. Αν και αρχικά, η αναπαράσταση μπορεί να έχει καλές διαθέσεις όσον αφορά στο ιστορικό περιεχόμενο, τηλεολογικά είναι μια παράσταση, μια σκηνή θεάτρου που δεν έγραψε κανένας, μια πράξη δίχως έργο. Διότι τελικά τα άτομα που παρακολουθούν την αναπαράσταση θυμούνται μόνο την παράσταση και όχι ό,τι αντιπροσωπεύει. Η εξήγηση είναι μιντιολογική: το κείμενο κυριαρχεί πάνω στο αντικείμενο. Ο συνδυασμός της απουσίας του αντικειμένου και της παρουσίας του κειμένου, μυθοποιεί το πρώτο μα ιεροποιεί το δεύτερο και έχει ως αποτέλεσμα την αξιοποίησή του. Το κείμενο όπως η αναπαράσταση γίνεται σημαντικότερο διότι είναι προσιτό και δεν υπάρχει ανάγκη πίστης όπως με το αρχικό αντικείμενο.
Το γενικό πρόβλημα είναι κατά πόσο το κείμενο αντιπροσωπεύει το αντικείμενο. Διότι το δεύτερο δημιουργεί ιστορία ενώ το πρώτο το δημιουργεί η ιστορία. Και όταν γράφουμε ιστορία εννοούμε την ιστορία της κοινωνίας που δεν σημαίνει ότι είναι αναγκαστικά ουσιαστική άσχετα αν φαίνεται σημαντική για τη δεδομένη εποχή. Στον θρησκευτικό τομέα αυτό το γενικό πρόβλημα θυμίζει την υπόθεση των εικόνων στο Βυζάντιο. Όμως εδώ το πλαίσιο είναι το μαζικό δημοκρατικό σύστημα και δεν υπάρχει άμεση βία της εξουσίας για να εξασφαλίσει ένα γενικό στόχο. Η κοινοτική ιστορία μάς δείχνει με χειροπιαστά παραδείγματα ότι ξεχνά εντελώς την αρχική έννοια του αντικειμένου και κοιτάζει ιερολατρικά ένα ανούσιο αντίγραφο. Όλοι ξέρουν ότι κάποτε σήμαινε κάτι το σημαντικό μα δεν ξέρουν πια τι!
Πιο γενικά η επέτειος δεν έχει πια καμιά σχέση με την αιτία της ύπαρξής της. Στην πραγματικότητα υπάρχει από μόνη της όταν πια δεν υπάρχει κανένας ζωντανός μάρτυρας του ιστορικού γεγονότος. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι ακόμα και με μάρτυρες η κοινωνία αρχίζει τη συστηματική της διαμόρφωση των δεδομένων έτσι ώστε να τα προσαρμόσει με τα ιδανικά της. Κατά κάποιο τρόπο, η κοινωνία επιλέγει τι θέλει να θυμηθεί. Θέλει να θυμηθεί μόνο αυτό που θέλει και όχι αυτό που υπήρξε. Κι αν δεν υπάρχει αυτό που θέλει το δημιουργεί εξ ολοκλήρου. Έτσι η επέτειος δεν αντιπροσωπεύει πια το γεγονός μα την κοινωνική θέληση. Και υπάρχουν πολλά παραδείγματα, όχι αναγκαστικά τόσο ακραία όσο ήταν η ναζιστική προπαγάνδα, χρήσης της τεχνητής ιστορίας για πολιτικούς λόγους.
Στην εποχή μας όμως η κατάρρευση των μεγάλων ιδεολογιών έδωσε έμφαση στο κοινωνικό στοιχείο. Διότι ακόμα και όταν δεν υπάρχει πια σημείο αναφοράς η κοινωνία έχει την υποχρέωση να ζήσει. Έτσι αντί να δει την ιστορία κοιτάζει μόνο την εφήμερη καθημερινότητα η οποία δεν περιέχει καμιά αξία. Ο ρόλος της είναι απλώς να προσφέρει ένα πλαίσιο κίνησης όταν δεν υπάρχει λόγος. Ενώ η συνειδητοποίηση της μη ύπαρξης κινήσεων είναι ένα νοητικό επίτευγμα, η συνεχής κίνηση είναι ένας έμμεσος τρόπος αποφυγής της επινόησης. Μ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο ξεχνάμε την ουσία αλλά προσπαθούμε να δώσουμε ουσία και σε κάτι που δεν έχει απλώς για να δικαιολογήσουμε την ύπαρξή μας, ενώ η ύπαρξη της κοινωνίας δεν είναι τηλεολογική.