Είχε χαράξει όταν ο κλέφτης έφτασε στη μαυροφορεμένη πόλη για δεύτερη φορά. Εκεί, παλιά, η ζωή του είχε γίνει χαρακτικό. Κάθε πληγή του ξύλου ήταν και δικιά του. Κάθε μαύρη χαράδρα ήταν και μέρα του. Μέσα στη σιωπή της κατοχής άκουγε τους ήχους της ελευθερίας και χάραζε τη στράτα του. Ένιωθε μέσα του την τριανταφυλλιά του κι έπαιρνε θάρρος. Περπατούσε μόνος του, μα δίπλα του είχε πάντα την παρουσία της, εκείνης που ονόμαζε ζωή του. Ανέβαινε πάνω στη μαύρη πέτρα της ψυχής του και τον ακολουθούσαν οι λευκές πέτρες της ζωής του. Ανέβαινε τη σκάλα του πεπρωμένου του και σταματούσε σε κάθε πέταλο όπως οι παλιοί στα καλντερίμια. Στην αρχή ήθελε κουράγιο, μετά τόλμη και τώρα μετά τον πρώτο του θάνατο, ο κλέφτης ήταν μόνο τόλμη. Η πράξη του είχε γίνει αναγκαία όπως παλιά η ζωή του. Η κατοχή είχε πλακώσει όλη τη γη του. Το έβλεπε πάνω σε κάθε σπίτι, σε κάθε βλέμμα της πόλης. Όμως η λαβωμένη του πατρίδα τον περίμενε και αυτός είχε ήδη αργήσει. Έπρεπε να φτάσει πριν πέσει για τελευταία φορά. Η αντίσταση ήθελε μία θυσία και ο κλέφτης ήταν αυτή η θυσία. Κάποιος έπρεπε να στρώσει τη σκάλα της ζωής για τους επόμενους. Αυτός ήταν ο σκοπός του κλέφτη, ο μόνος σκοπός. Δεν είχε πια τίποτα να χάσει το παιχνίδι είχε λήξει. Όμως οι κανόνες είχαν αλλάξει. Ο κλέφτης δεν ακολουθούσε κανένα κανόνα πια. Η ανάγκη είχε σπάσει τα όρια του θανάτου και της ζωής και τώρα έπρεπε να κλέψει την ελευθερία.