Μέσα στην παλιά πόλη, ο χρόνος είχε σταματήσει και τα σπαθιά του παρέμεναν ακίνητα. Μόνο ένας άνθρωπος μπορούσε να ακούσει τον ήχο του μυστικού του. Το βλέμμα του κοίταζε μόνο τους κύκλους των χεριών του. Ένας παράξενος φακός στο δεξί του μάτι εξέταζε τα γρανάζια του χρόνου. Όλος ο κόσμος του χωρούσε σε μία παλάμη, όμως αυτή η παλάμη δημιουργούσε το σύμπαν. Με ακρίβεια το χέρι του άγγιζε την καρδιά του μετάλλου κι έσπαζε τα όρια της φύσης όπως του το είχαν μάθει οι παλιοί στη χώρα των βουνών. Κοντά σε μία άλλη λίμνη τού είχαν διδάξει τα μυστικά του χρόνου. Τότε έμαθε πως τα μεγαλύτερα ταξίδια ήταν ακίνητα. Όλος ο κόσμος ταξίδευε πάνω του. Κι αυτός ακίνητος, με τα σπάνια εργαλεία του, άγγιζε τα βάθη του χρόνου. Εκεί συνάντησε για πρώτη φορά τον τρομερό κλέφτη. Εκεί έσμιξαν ο μέγας και ο μικρός κόσμος. Ήταν σαν να περίμενε ο ένας τον άλλον. Η τεχνική αγκάλιασε την τέχνη κι η τέχνη τον κόσμο. Τότε ο χρόνος χάρισε τα σπαθιά του στον κλέφτη. Ο ένας ήταν ο μόνος που ήταν ικανός να τα επινοήσει κι ο άλλος ήταν ο μόνος που ήταν ικανός να τα χειριστεί. Σ’ αυτήν τη νέα μάχη που θα έδινε ο κλέφτης χρειαζόταν όλη η δύναμη του χρόνου διότι ήταν μόνος. Εκείνη τη στιγμή όμως κατάλαβε πως θα ήταν μόνος του πολλές φορές κι έτσι έγινε. Όπως τα σπαθιά του χρόνου έσχιζαν συνεχώς τη μέρα και τη νύχτα για να γεννηθούν οι νέες μέρες και νύχτες, έτσι και η ψυχή του κλέφτη έσχιζε συνεχώς τις ζωές του. Ακίνητη μέσα στις ζωές, η ψυχή θα ήταν η μόνη που θα ταξίδευε πραγματικά. Αυτό είδε ο φίλος του εκείνη τη μέρα και γι’ αυτό του χάρισε τα σπαθιά του χρόνου.