Τα αλύπητα όπλα του, οι τρομερές του οπλές δεν είχαν ξεχάσει τίποτα. Η πλούσια χαίτη του έκρυβε τις πληγές των μαχών που είχαν γίνει σύμβολα της αντίστασης. Ζούσε μόνο τoυ. Κανείς δεν τολμούσε να το πλησιάσει ακόμα κι εκείνη την ημέρα που μπήκε στην εκκλησία. Όλοι ήξεραν ότι το τετράποδο άλλο εγώ του κλέφτη, πάντα απετάλωτο, ποτέ του δεν δέχτηκε τα δεσμά των ανθρώπων ακόμα κι όταν συνάντησε τον κλέφτη. Τον ξεχώρισε από τους άλλους γιατί τίποτα δεν ήταν δικό του. Μοίραζαν τον ίδιο κόσμο, την ίδια εποχή. Ζούσαν ανεξάρτητα. Η τρομερή τους συμμαχία έγινε όταν ήρθαν οι κατακτητές και θέλησαν να τους πιάσουν και ν’ αρπάξουν τη γη τους. Τότε ο ένας έγινε το φυλαχτό του άλλου. Κι οι δυο τους πάλευαν για τον άλλον. Τότε μόνο απέκτησαν τα σιδερένια τους άκρα για ν’ αντισταθούν στην ημισέληνο που ήθελε να καταπατήσει τη γη του ήλιου. Όλα σκοτείνιασαν για να φανεί η δύναμη της σελήνης, όμως οι δυο τους κράτησαν βαθιά μέσα στα σπλάχνα τους τα κομμάτια του ήλιου. Άρχισαν να ξεσηκώνουν κι άλλους αλλά ήταν πάντα μόνοι τους ακόμα και με τους δικούς τους. Όλοι τους ήξεραν πως κομμάτιαζαν με τα σιδερένια τους άκρα εκείνους που υπάκουσαν στο ασήμι και κανείς δεν ήθελε να βρεθεί κοντά τους την ώρα της μάχης, τόσο φοβόντουσαν τη θύελλα που προκαλούσαν. Όταν έφυγε ο κλέφτης, το φαρί δεν έσκυψε μπροστά στο φεγγάρι. Περίμενε να τελειώσει η έκλειψη. Χάθηκε μέσα στη νύχτα της κατοχής. Όλοι όμως ήξεραν τι περίμενε κι όταν έλαμψε και πάλι ο ήλιος, κατάλαβαν πως ήρθε η μέρα της Δευτέρας Παρουσίας.