Όταν τέλειωσε ο χορός, έκλαιε η καμπάνα του χωριού. Χρόνια είχαν ν’ ακούσουν και να δουν τέτοιο χορό. Όλοι τους θυμήθηκαν τα παλιά. Κοίταζαν τον νέο κι έβλεπαν τον γέρο. Η συνείδησή του σήκωνε ήδη το βάρος του κλέφτη και πάνω στο στήθος του τα τριάντα φιλιά έκαιγαν. Δεν έπρεπε να περιμένουν άλλο. Ο κλέφτης θα ερχόταν, ήταν πια σίγουρο. Έπρεπε να ετοιμαστούν για τη μάχη του ήλιου και της σελήνης. Η νύχτα τέλειωνε, όμως δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Όλοι μαζί έπρεπε να σηκώσουν τον ήλιο δίχως να περιμένουν το τέλος της έκλειψης. Για να ζήσουν και πάλι την ειρήνη έπρεπε να μπουν στη φωτιά. Μέσα στη νύχτα της κατοχής μόνο η φωτιά μπορούσε να φέρει το φως. Τα μάτια του εγγονού πετούσαν ήδη φλόγες. Όλοι το έβλεπαν κι άναβαν οι ψυχές τους. Οι παλιοί πήραν την απόφασή τους και τον πήραν μαζί τους στα μέρη που μόνο εκείνοι ήξεραν. Εκεί του έδειξαν τα όπλα τους και το μπαρούτι που είχαν μαζέψει μυστικά ακόμα κι από τους κατοίκους του χωριού. Εκείνοι ήταν έτοιμοι, η δεύτερη επανάσταση δεν περίμενε πια τη βοήθεια των ξένων. Όλες οι δυνάμεις τους ήταν εδώ, πάνω σ’ αυτήν την ξερή γη που δεν γνώριζε νερό παρά μονάχα φως. Αν το άξιζαν, θα ζούσαν ελέυθεροι αλλιώς θα πέθαιναν όπως οι δούλοι. Όταν έπεσε η νύχτα έδωσαν ένα φαρί γρήγορο σαν τον άνεμο στον εγγονό του κλέφτη για να ειδοποιήσει τα άλλα χωριά. Κι εκείνος έφυγε για ν’ ανάψει τη φλόγα του γένους σε κάθε χωριό της αντίστασης. Μαζί του είχε τα τριάντα φύλλα. Πάνω τους θα έγραφε την ιστορία της πατρίδας του.