Κανείς δεν ήθελε να υπερασπίσει το πλιθόχτιστο χάνι. Βρισκόταν σε πεδινό μέρος κι ο ορίζοντας ήταν ανοιχτός. Όμως η κεφαλή που έμοιαζε με κάστρο είχε πάρει την απόφασή της. Οι πλάτες του θα γίνονταν βράχος και τα στήθια του τοίχος για να σώσει το χάνι. Κοίταξε τα παλληκάρια του στα μάτια και φώναξε η τόλμη του. Έσυρε πρώτος τον χορό κι όποιος ήθελε να τον ακολουθήσει τον έπιανε. Στο τέλος του χορού εκατό παλληκάρια κλείστηκαν στο χάνι, άνοιξαν πολεμίστρες και περίμεναν τον εχθρό. Εκείνος φάνηκε την άλλη μέρα και χτύπησε με μανία τους δικούς του. Όμως κανείς δεν λύγισε. Σκορπούσαν τον θάνατο και τα κορμιά σχημάτισαν σωρούς. Μόνο με τη νύχτα σταμάτησε η μάχη. Ήθελαν να φέρουν κανόνια για να γκρεμίσουν το χάνι. Τότε άνοιξε τον δρόμο το κάστρο της σκέψης κι έπιασαν τα βουνά της νύχτας. Ένα φαρί τούς οδήγησε πάνω στο κρυφό μονοπάτι. Ήταν η πρώτη φορά που κοίταξε ανθρώπους. Όλοι προχωρούσαν σαν φαντάσματα της κατοχής. Κανείς δεν πίστευε ότι ήταν ακόμα ζωντανοί. Εκτός από έναν που είχε ήδη πεθάνει για τους δικούς του. Το σπασμένο σπαθί του είχε μια παράξενη χειρολαβή, όμως κανείς δεν την είχε προσέξει. Μόνο οι εχθροί σάλεψαν όταν την είδαν. Δεν πρόφτασαν να μιλήσουν όμως. Τους πήρε ο θάνατος όταν τα σιδερένια άκρα έσχισαν τον άνεμο. Ανέβηκαν στα βουνά με το βάρος της ζωής. Οι ψυχές τους την σήκωναν για άλλη μια φορά. Ο αγώνας είχε αρχίσει κι είχαν σφραγίσει τη μοίρα τους. Κι ένας μόνο κρατούσε τη μυστική σφραγίδα και το μαύρο μελάνι της ιστορίας τους. Τώρα οι δικοί του θα την έγραφαν ώσπου να πάψει το μελάνι του.