Πάνω στη σκακιέρα είχαν μείνει ελάχιστα κομμάτια. Είχε γίνει μια μεγάλη μάχη πάνω σ’ αυτόν τον μικρό κόσμο. Ο μαθητής κοίταζε τη σκακιέρα κι ο δάσκαλος τον μαθητή. Έπρεπε να λύσει ένα απλό πρόβλημα. Τα κομμάτια ήταν τόσο λίγα που ακόμα κι η αναλυτική εξέταση όλων των κινήσεων ήταν αρκετή για να βρει τη λύση. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Αν όμως ήταν όντως έτσι, ο δάσκαλος δεν θα του το είχε δώσει. Όλα φαίνονταν τόσο απλά κι όμως δεν έβλεπε τη λύση. Ερευνούσε μία-μία όλες τις ιδέες του και κάθε φορά κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα, δεν υπήρχε λύση. Τα κομμάτια ήταν μπροστά του, δεν υπήρχε καμία μυστική παγίδα. Τα κοίταζε μα δεν τα έβλεπε. Ο δάσκαλος δεν μίλησε μα του έκανε ένα σχήμα με το χέρι. Ο μαθητής τον κοίταξε περίεργα. Ήταν σαν να του έλεγε ότι η λύση δεν ήταν αναγκαστικά μπροστά του. Μα τότε πού βρισκόταν; Δεν υπήρχε χώρος για να κρυφτεί… Υπήρχε όμως χρόνος! Η λύση ήταν κρυμμένη μέσα στον χρόνο! Κοιτάζοντας μόνο το παρόν, το μέλλον του φαινόταν απίθανο. Έπρεπε να δει και το παρελθόν για να επινοήσει το μέλλον. Ο μαθητής έγειρε λίγο το κεφάλι του για να δείξει στον δάσκαλο πως κατάλαβε και το βουβό στόμα χαμογέλασε. Ο κλέφτης θα ερχόταν από το παρελθόν για να τους χαρίσει το μέλλον. Το παρόν ήταν μόνο μια στιγμή. Είχε ήδη αρχίσει το έργο του. Ο μαθητής έπιασε το κομμάτι κι έκανε την οριστική κίνηση. Το μάθημα είχε τελειώσει, η μάχη είχε αρχίσει στον άλλο κόσμο.