Στην αίθουσα του παλατιού, μια μικρή ορχήστρα έπαιζε αυστριακή μουσική. Όλοι άκουγαν με χαρά εκείνη την ήρεμη μελωδία. Όλοι εκτός από έναν. Κάθε νότα τού θύμιζε τον φανατισμό των φιλότουρκων Αυστριακών που πολεμούσαν τις ιδέες της γαλλικής επανάστασης και που δεν δίστασαν να παραδώσουν τους συντρόφους τους στον πασά. Ενώ έπαιζε η μουσική τους, άκουγε τις φωνές όταν τους στραγγάλισαν και τον θόρυβο από τα πτώματά τους όταν τα έριξαν στον ποταμό. Δεν ήξερε ακόμα τι να κάνει για να πάρει εκδίκηση και περίμενε το τέλος της συναυλίας. Τον είχαν καλέσει ανώνυμα. Δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί την πρόταση διότι θα έμενε εκτεθειμένος. Κοίταζε τους καλεσμένους για να λύσει το μυστήριο, όταν κάποιος τον έπιασε από τον ώμο, γύρισε το βλέμμα του και κατάλαβε. Έτσι έγινε η πρώτη επαφή τους. Το τέλος της συναυλίας σφράγισε το τέλος της αυτοκρατορίας. Κανείς δεν το κατάλαβε εκείνη τη στιγμή εκτός από τρεις πατριώτες. Και μόνο εκείνος που γνώριζε τον κλέφτη ήξερε το τέλος. Είχε μιλήσει ώρες και ώρες μαζί του πριν πάρει την απόφασή του. Ο κλέφτης τού μιλούσε για το μέλλον της πατρίδας τους σαν να το είχε ζήσει. Η ιστορία του θα ήταν τα μυστικά τους. Ο κλέφτης τού μιλούσε για το παρελθόν της πατρίδας τους σαν να είχε ήδη πεθάνει. Το μυστικό του θα ήταν η ιστορία τους. Τώρα θυμόταν τη μνήμη του μέλλοντος, τώρα που θα γινόταν κι αυτός ένας φιλικός, όπως τους ονόμαζαν. Κι ένιωσε μέσα του το πνεύμα του κλέφτη που πάλευε, που παλεύει και που θα παλεύει για την ελευθερία τους.