Ο εγγονός είχε φέρει μαζί του όλο το μπουλούκι του γεφυριού. Όλοι οι κουπρούληδες θέλησαν να βρεθούν στη μάχη. Είχαν χύσει αίμα κι ιδρώτα για τούτο το γεφύρι. Οι νταμαρτζήδες, οι κτίστες, οι λασπητζήδες και τα τσιράκια κοίταζαν με θαυμασμό το έργο τους. Όμως ο θαυμασμός έγινε δέος όταν αναγνώρισαν τον κλέφτη ανάμεσα στους αγίους. Ήξεραν ότι η μάχη θα ’ταν σκληρή. Τα τρία τόξα θα έτρεμαν κάτω από το βάρος της μνήμης. Κι όταν ο εγγονός έβγαλε την κραυγή του, όρμησαν για να υποστηρίξουν τους ελεύθερους. Θα έδιναν τη μάχη της ζωής τους με το σπαθί στο χέρι. Τα ασκέρια έπεσαν πάνω τους και τα γιαταγάνια λάβωσαν τα αθώα τους σώματα. Μόνο οι ελεύθεροι κατάφεραν να σπάσουν το εχθρικό μέτωπο. Τα άλλα παλληκάρια δεν μπόρεσαν να τους ακολουθήσουν σ’ αυτήν την υπεράνθρωπη προσπάθεια κι αν δεν είχαν θυσιαστεί ο κλέφτης κι οι άγιοι για να τους σώσουν, το γεφύρι θα είχε γίνει ο τάφος τους. Ο εγγονός έπιασε το πρώτο τόξο δίχως να μπορέσει να πλησιάσει τον κλέφτη. Τον έβλεπε που πάλευε σαν αετός με τους αγίους. Ο ζωντανός θρύλος τούς είχε σώσει για άλλη μια φορά. Τη στιγμή που έπεσαν οι άγιοι, ο κλέφτης κοίταξε πίσω του. Έψαχνε τον εγγονό του με το βλέμμα του. Τον είδε ανάμεσα στους ελεύθερους και χαμογέλασε. Έπεσε τότε με λύσσα πάνω στους εχθρούς κι έσπειρε τον θάνατο γύρω του ώσπου να πατήσει το πόδι του στην άλλη πλευρά. Εκεί τον περίμεναν τα τριάντα φιλιά του ήλιου. Το κόκκινο δειλινό έπεσε πάνω στην πλαγιά του βουνού. Η απελευθέρωση του γεφυριού είχε σημάνει το τέλος της κατοχής. Τα δεσμά του κλέφτη δεν άλλαζαν τίποτα. Το ήξερε ο όμηρος, το ήξεραν κι οι εχθροί του.