Η λίμνη είχε παγώσει. Τίποτα πια δεν την ξεχώριζε από την ξερή γη. Και το νησάκι ανήκε και πάλι στο σώμα της γης. Εκεί άγγιξαν το χώμα τα τριάντα φιλιά του ήλιου. Εκεί ήταν κι ο κλέφτης με τους αγίους. Οι κατακτητές θεωρούσαν το μέρος ασφαλές όσο υπήρχε η λίμνη. Τώρα όμως που είχε δώσει το χέρι της στη γη, φοβόντουσαν την επίθεση. Κι ήθελαν να σφάξουν τον κλέφτη και την τριανταφυλλιά του πριν έρθουν οι ελεύθεροι των βουνών. Tους οδήγησαν στο κρυφό μοναστήρι. Τα αίματα του κλέφτη πότιζαν την τριανταφυλλιά του κι εκείνη τον κρατούσε στα χέρια της σαν λαβωμένο αετό. Όταν μπήκαν στην κεντρική αίθουσα, είδαν τον σταυρό και ξαφνιάστηκαν. Ήξεραν κι οι δύο τους το μυστικό του. Οι κατακτητές τούς έστησαν κοντά στην Αγία Τράπεζα. Το ζευγάρι ήταν μόνο του κάτω από το σημάδι του σταυρού και γύρω του το σκληρότερο ασκέρι της μαύρης στρατιάς. Ξαφνικά άνοιξαν οι πόρτες του μοναστηριού κι όλοι είδαν τους ελεύθερους με τον εγγονό. Οι εχθροί έριξαν τα βόλια τους και πέτυχαν τον κλέφτη και την τριανταφυλλιά. Έπεσαν δίπλα στην Αγία Τράπεζα κάτω από το μυστικό του σταυρού. Ο εγγονός τούς είδε και ράγισε η καρδιά του, όμως δεν άφησε το σπαθί του. Οι ελεύθεροι έπαιρναν ήδη την εκδίκησή τους για τον θάνατό τους. Όταν έπεσαν οι τελευταίες σκιές της μαύρης στρατιάς, ο εγγονός πλησίασε τη ζωή και την ψυχή. Ήταν αγκαλιασμένες και κρατούσαν μαζί τον σταυρό της Αγίας Τράπεζας. Δεν ήθελε να τις πειράξει κι έπιασε μόνο τον σταυρό, το τελευταίο τους μήνυμα. Άνοιξε τη θήκη του και δάκρυσε από χαρά.