727 - Το πάθος του νέου κόσμου
Ν. Λυγερός
Πάνω στα σίδερα της γης, το βλέμμα της ερευνούσε το πέλαγος. Οι γαλάζιες καμπύλες της που είχε λούσει η ρωμιοσύνη, άγγιζαν τα όρια της ακρογιαλιάς. Μόνη της περίμενε τον άνθρωπό της. Εκείνος κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της όπως δίνουν ένα φιλί κι αγκάλιασε την ακινησία της. Εκείνη τη μέρα έγινε ο κόσμος του. Εκείνη τη νύχτα έλαμψε ο έρωτάς τους και τα δεσμά δημιούργησαν τον δεσμό. Δεν είπαν τίποτα. Ένιωσαν μόνο ο ένας τον άλλο. Λες και τα δύο κορμιά τους να ήταν το ίδιο. Μέσα στην αγκαλιά του, ο κόσμος ήταν διαφορετικός. Κάθε πράγμα αποκτούσε μια νέα ερμηνεία. Η απλότητά του ταίριαζε με την ομορφιά της όπως το φιλί στο στόμα και το άγγιγμά της ήταν το χάδι της ζωής. Η ψυχή του είναι πια μια νέα ζωή. Με κείνη μπορούσε να ζήσει και πάλι κάτω από το φως του ήλιου. Ήταν μια καινούργια μεταλαβιά. Τα χέρια του δέθηκαν και περπάτησαν πάνω στον ορίζοντα της γης. Για τους άλλους τίποτα δεν είχε αλλάξει. Ήταν όμως όλα διαφορετικά. Το γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού είχε γίνει ένα. Και κάθε στιγμή ήταν και πιο ακριβή. Τα κομμάτια της αθανασίας έπλασαν το μόνο εφήμερο που είχε αξία. Και οι δύο τους άρχισαν να το ζουν. Είχαν γίνει ένα με το σώμα του γαλάζιου. Και εκεί που μετέλαβαν για πρώτη φορά το χρώμα του ορίζοντα ορκίστηκαν. Ο ένας θα έβλεπε πια από το βλέμμα του άλλου και οι δυο τους θα ζούσαν το πάθος του νέου κόσμου.