795 - Το αγνοούμενο Requiem
Ν. Λυγερός
Εκείνο το σπίτι δεν ήταν σκληρό. Εκείνο το σπίτι δεν ήταν ζεστό. Δεν είχαν όμως τίποτα άλλο. Ήταν μια σκηνή κάτω από τον ουρανό. Ήταν μια ανθρώπινη τραγωδία πάνω σε μια πληγωμένη γη. Δίχως να τα ξέρουν τα παιδιά ζούσαν ένα αγνοούμενο requiem και οι φωνές τους χάνονταν μέσα στα ζωντανά νεκροταφεία. Όλα είχαν αλλάξει και όμως ο πόνος ήταν πάντα ο ίδιος. Μόνο αυτός δεν πέθαινε. Ακόμα και όταν δολοφόνησαν το θάνατο. Ο πόνος δεν έπαψε. Ήταν αθάνατος. Και ανάμεσα στους σπασμένους σταυρούς έκλαιγε σιωπηλά.
Όταν μεγάλωσαν τα παιδιά και βγήκαν από τις σκηνές της σκιάς για να βρουν και πάλι τις μοναχικές εκκλησιές των προγόνων τους , ο πόνος ήρθε να τους μιλήσει. Τώρα άκουγαν το αγνοούμενο requiem. Δεν το είχαν ξεχάσει. Και έψαχναν τους δικούς τους ανάμεσα στους λαβωμένους τάφους της μνήμης. Τότε αποφάσισαν να κτίσουν τα τελευταία σπίτια της ζωής με τα ίδια τους τα χέρια. Σήκωναν τα πέτρινα κορμιά, τις ανάπηρες ψυχές των δικών τους και κατανοούσαν επιτέλους το λόγο ύπαρξής τους. Η μνήμη των νεκρών θα ήταν το μέλλον των ζωντανών. Το τέλος τους θα ήταν η αρχή τους. Μέσα στα νεκροταφεία ανακάλυψαν ότι είχαν αφήσει τη μνήμη τους και εκείνη είχε γίνει πέτρινη με τα χρόνια. Η γη δεν είχε ξεχάσει.
Το αγνοούμενο requiem σαν τον ωκεανό είχε μέσα του το χρώμα της ρωμιοσύνης. Δίχως νερό, μονάχα με φως έλουζε τους ζωντανούς των νεκρών και τους νεκρούς των ζωντανών. Κάθε κορμί ήταν κομμάτια του χρόνου και του ωκεανού. Κάθε τάφος ήταν ένα μεθυσμένο καράβι. Και το νεκροταφείο έμοιαζε με ένα μικρό λιμάνι που καρτερούσε ένα νέο κύμα.
Οι μνήμες ήταν βαριές και ένας άνθρωπος δεν μπορούσε να τις σηκώσει μόνος του. Η μνήμη ήταν ακριβή και ήθελε πολλά λαβωμένα χέρια. Οι παλιοί έδειχναν στους νέους πώς να σηκώσουν το βάρος του φωτός και εκείνοι έδειχναν τη δύναμη του μέλλοντος που δεν ξέχασε το παρελθόν. Σιγά σιγά το αγνοούμενο requiem γινόταν όλο και πιο έντονο. Οι ξεχασμένες ψυχές ζούσαν και πάλι στις πέτρινες μνήμες. Τότε σηκώθηκε και η άνοιξη. Είχε φτάσει η ώρα της αντίστασης. Και κανένας από τους νεκρούς δε θα εγκατέλειπε τους δικούς του. Η παγωμένη γη είχε αποφασίσει και τίποτα πια δεν μπορούσε να τη σταματήσει. Ο ήλιος δε φοβόταν πια το φεγγάρι.