944 - Ο θάνατος της ειρήνης

Ν. Λυγερός

Σκηνή 15

Νύχτα.
Ο μικρός Αλέξανδρος περπατάει μόνος του στους δρόμους της Κομοτηνής. Κρατάει σφιχτά στα χέρια του ένα αντικείμενο
. Κοιτάζει τη σελήνη.

Αλέξανδρος: Αν είναι να φύγει η γιαγιά μου και πάλι, θέλω να σβήσεις και εσύ. Στο βάθος βλέπει ένα παράξενο φως. Εκεί θα ‘ναι… Χρόνο. Είχε δίκιο η γιαγιά. Με το σκοτάδι βλέπεις το φως.

Εκείνη τη στιγμή ακούει σιδερένια βήματα. Η μικρή του καρδιά παγώνει. Στέκεται αμίλητος στη μέση του δρόμου. Πιάνει τη μικρή εικόνα και τη φιλά τρυφερά. Ύστερα τη δαγκώνει και την κομματιάζει. Κοιτάζει τα κομμάτια και τα καταπίνει ένα-ένα. Όμως δεν πρόλαβε να καταπιεί το τελευταίο κομμάτι όταν τον έπιασε το ασκέρι. Κράτησε την πίστη του με τα δόντια .

Στο σπίτι της Ειρήνης.

Όλα τα έπιπλα είναι σπασμένα και οι πίνακες σκισμένοι. Η Ειρήνη κλαίει και το πρόσωπό της είναι γεμάτο αίματα. Ανοίγει τα μάτια της μια τελευταία φορά.

Ειρήνη: Συγγνώμη, Αλέξανδρε.

Το σκοτάδι πέφτει πάνω στο βλέμμα της.

Στο σπίτι της γιαγιάς.

Η γιαγιά προσεύχεται κρατώντας ένα κεράκι στο χέρι. Η πόρτα ανοίγει δίχως να τη χτυπήσει κανείς. Η γιαγιά στρέφει το βλέμμα της. Σκουπίζει τα δάκρυά της. Δεν μπορεί να το πιστέψει. Όμως σηκώνεται και αγκαλιάζει τους αγνώστους. Ξέρει ότι είναι οι επόμενοι δικοί της.

Γιαγιά: Ευχαριστώ, Θεέ μου…

Τους ξανακοιτάζει από κοντά αυτήν τη φορά και ξεσπά σε λυγμούς.

Γιαγιά: Μου πήραν τον Αλέξανδρο, τον μικρό μου Αλέξανδρο!

Άγνωστος: Πού είναι ο Δημήτρης;

Η άγνωστη τον κοιτάει με περιέργεια.

Γιαγιά: Δεν ξέρω, παιδί μου…Ψάχνει τον μικρό.

Άγνωστη: Μην ανησυχείς… Χρόνος. Θα τον βρει.

Ο άγνωστος έχει καρφώσει το βλέμμα του πάνω στη γιαγιά. Βλέπει την ιστορία της.

Άγνωστος: Θα ξαναπάμε στην Ίμβρο…

Γιαγιά: Ό,τι πεις, παιδί μου… Εσύ ξέρεις… Η άγνωστη τής κρατά το χέρι. Δεν σε περίμενα τόσο όμορφη.

Άγνωστη: Με βλέπεις όπως με ήθελες.

Γιαγιά: Μα δεν ήθελα τίποτα… Απλώς περίμενα! Χρόνος. Και τώρα… Κοιτάζει τον άγνωστο.

Άγνωστος: Ήρθαμε και για τον Αλέξανδρο.

Γιαγιά: Δεν ξέρω τι να κάνω! Του είπα πού έπρεπε να κρυφτεί… Αλλά θα του έτυχε κάτι…

Άγνωστη: Πού τον είδες την τελευταία φορά;

Γιαγιά: Εδώ!

Δείχνει μια καρέκλα δίπλα στον άγνωστο. Ο άγνωστος κάθεται στην καρέκλα.

Ο μικρός Αλέξανδρος είναι δεμένος πάνω σε μια καρέκλα. Το στόμα του είναι κλειστό. Τα πόδια του φουσκωμένα.

Ο άγνωστος σηκώνεται απότομα.

Άγνωστος: Με τον Αλέξανδρο θα πάμε στην Ίμβρο.

Γιαγιά: Ο Θεός να σ’ ακούσει, λεβέντη μου.

Άγνωστος: Θα του μιλήσουμε…

Την αγκαλιάζει και πιάνει το χέρι της άγνωστης. Βγαίνουν έξω βιαστικά.

Η γιαγιά πίνει τη φλόγα του κεριού.