960 - Ο πρώτος ξενιτεμένος
Ν. Λυγερός
Μέλλον.
Το τυφλό παιδί: Στον άγνωστο. Πάρε με στην αγκαλιά σου. Ο άγνωστος τον αγκαλιάζει και τον κρατά στα χέρια του. Δεν είναι η πρώτη φορά που σε βλέπω.
Άγνωστος: Το ξέρω… Μόνο που οι άλλοι…
Το τυφλό παιδί: Κρυφά. Ναι, ξέρω… Δεν τα βλέπουν όλα.
Ο άγνωστος χαμογελά και το τυφλό παιδί κάνει το ίδιo.
Άγνωστος: Ήσουν πολύ μικρός τότε…
Το τυφλό παιδί: Στα κοιμητήρια δεν υπάρχουν παιδιά!
Άγνωστος: Τα είδες όλα.
Το τυφλό παιδί: Ναι… Κανείς δεν προσέχει τι βλέπουν οι τυφλοί.
Άγνωστος: Οι τάφοι βλέπουν μόνο το βάθος.
Το τυφλό παιδί: Όπως κι εμείς… Χρόνος. Ήξερα ότι θα ξανάρθεις… Χρόνος. Το τυφλό παιδί τον αγκαλιάζει πιο δυνατά. Τώρα ξέρω ότι δεν θα πεθάνουμε άδικα.
Άγνωστος: Δυστυχώς δεν ήρθε ακόμα η ώρα μας.
Το τυφλό παιδί τον κοιτάζει στα μάτια .
Το τυφλό παιδί: Θα μας βασανίσουν;
Τέλος του μέλλοντος.
Στο σπίτι της Μαρίας …
Κώστας: Άρχισε η ιστορία!
Μαρία: Μα ποιος την κατανοεί;
Κώστας: Το πεπρωμένο που γράφουμε… Χρόνος.
Μαρία: Εγώ νόμιζα πως ήταν γραμμένο.
Κώστας: Τίποτα δεν είναι γραμμένο. Η ιστορία μάς είχε ξεχάσει.
Μαρία: Ζούσαμε ένα όνειρο.
Κώστας: Ένα ξεχασμένο όνειρο.
Μαρία: Και τώρα τι θ’ απογίνουμε;
Κώστας: Οι χορδές του χρόνου…
Μαρία: Οι χορδές του χρόνου;
Κώστας: Εκείνες καταγράφουν την ιστορία.
Μαρία: Και αν δεν ανήκουμε στην ιστορία;
Κώστας: Οι άγνωστοι άνοιξαν τις πύλες.
Μαρία: Δεν φοβάσαι;
Κώστας: Φοβάμαι… Χρόνος. Τώρα όμως υπάρχει λόγος.
Μαρία: Ενώ πριν;
Κώστας: Δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε. Χρόνος. Δεν υπήρχαμε.
Μαρία: Και τώρα που υπάρχουμε μήπως είναι για να πεθάνουμε;
Κώστας: Άλλοι πέθαναν για δώδεκα φύλλα, εμείς θα πεθάνουμε για τα παιδιά μας.
Μαρία: Θέλω κι εγώ να ζήσει η ιστορία μας ακόμα και αν πρέπει να πεθάνουμε γι’ αυτό το λόγο.
Κώστας: Το μέλλον θα το δείξει.
Μαρία: Το σημαντικό είναι να έχουμε μέλλον ό,τι και να είναι.
Κώστας: Η ιστορία μας είχε πεθάνει με το παρελθόν.
Μαρία: Ήταν αλήθεια λοιπόν… Οι άγνωστοι αναστήλωσαν την ιστορία. Ξέρεις πού είναι τώρα;
Κώστας: Εκεί που τέλειωσε η ιστορία.
Στο βαγόνι ενός τραίνου. Το μπουλούκι ρίχνει τον μικρό Αλέξανδρο. Εκείνος πέφτει στα χέρια του αγνώστου, είναι λιπόθυμος.
Ιάκωβος: Είναι ζωντανός;
Άγνωστος: Ναι ζει! Του χαϊδεύει το πρόσωπο.
Το τυφλό παιδί: Θέλω να τον πιάσω κι εγώ. Το τυφλό παιδί τού πιάνει το πρόσωπο. Αλέξανδρε, Αλέξανδρε!
Άγνωστη: Πρέπει να ξεκουραστεί.
Το τυφλό παιδί: Όχι, πρέπει να ζήσει! Χρόνος. Αλέξανδρε!
Ο Αλέξανδρος ανοίγει τα μάτια του και τα κλείνει. Πιάνει το πρόσωπο του φίλου του.
Αλέξανδρος: Τα έχω μέσα μου, μη φοβάσαι!