975 - Το ρέκβιεμ της Ίμβρου
Ν. Λυγερός
Το βαγόνι φθάνει στο ακρογιάλι της Ίμβρου. Το νησί φαίνεται έρημο. Το βαγόνι ανοίγει απότομα. Ο ήλιος ξαφνιάζει τις σκιές. Η μια βοηθάει τις άλλες για να βγουν. Αντικρίζουν το νησί του οράματος. Έξω από το βαγόνι τις περιμένει ένα ασκέρι. Μοιάζουν να ανήκουν σε άλλη εποχή. Ο Ιάκωβος τούς ικετεύει να αφήσουν τα παιδιά. Οι στρατιώτες τον πιάνουν και αυτόν και του δένουν τα χέρια πισώπλατα. Ξέρει ότι θα είναι ο μάρτυρας. Αυτό δεν του το είχε πει ο άγνωστος. Αυτός θα πει το μύθο. Το τυφλό παιδί κρατά το χέρι του μικρού Αλέξανδρου. Ο ένας περπατά και ο άλλος κοιτάζει.
Αλέξανδρος: Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά. Χρόνος. Η εικόνα είναι μαζί μας. Χρόνος. Τούτη η γη είναι δική μας.
Το τυφλό παιδί: Όπως και τα βάσανά μας. Χρόνος. Ακόμα και η Παναγιά είδε τον γιο της να πεθαίνει.
Ιάκωβος: Μείνετε κοντά μου, παιδιά!
Η άγνωστη κοιτάζει τον άγνωστο. Εδώ αρχίζει ο μύθος.
Άγνωστη: Δεν ξέρω αν…
Το ασκέρι πιάνει τον άγνωστο και τον κρατά ακίνητο. Δίπλα του, στρατιώτες σκάβουν ένα λάκκο.
Το τυφλό παιδί: Ετοιμάζουν τον τάφο;
Αλέξανδρος: Όχι, τη λήθη.
Όταν ο λάκκος είναι έτοιμος, το ασκέρι θάβει τον άγνωστο όρθιο. Φαίνεται μόνο το κεφάλι του. Η άγνωστη δεν μπορεί ν’ αντέξει τη σκηνή και λιποθυμά.
Το τυφλό παιδί: Τι έγινε;
Αλέξανδρος: Λάβωσαν την Παναγιά.
Δήμιος: Όπως ξέχασαν τη γη τους, έτσι θα ξεχάσουν και σένα. Θα παραμείνεις ένας άγνωστος. Οι δικοί σου είναι δειλοί. Μας ξέφυγαν μα δεν τολμούν να γυρίσουν. Και κανείς δεν τόλμησε να κάνει ούτε μια προσφυγή. Ήθελες να έρθουν στα μέρη τους μα τώρα θα μείνεις μόνος. Ο Δήμιος δείχνει τα παιδιά. Ο Ιάκωβος αντιστέκεται και δεν τον αφήνουν. Ο Δήμιος πιάνει το τυφλό παιδί από το κεφάλι. Εσύ δεν με φοβάσαι γιατί δεν με βλέπεις…
Το τυφλό παιδί: Δεν σε φοβάμαι γιατί ο θάνατός μου είναι η αρχή.
Το κεφάλι του πέφτει και δαγκώνει την άμμο. Ο Δήμιος πιάνει τον μικρό Αλέξανδρο.
Δήμιος: Δεν θα σε προστατέψει η εικόνα! Χρόνος. Κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στους δυνατούς!
Ο Δήμιος σφάζει τον μικρό Αλέξανδρο.
Άγνωστος: Θα πληρώσεις κάθε πράξη σου.
Δήμιος: Δεν υπάρχεις πια! Είσαι ένας άγνωστος σε μια χαμένη πατρίδα. Σιωπή. Τον γέρο θα τον στείλουμε πίσω για να πει στους δικούς του ότι έσβησε ο μύθος με τη θάλασσα. Χρόνος. Η θάλασσα είναι το σύμβολό σας, αυτή θα σε δολοφονήσει. Χρόνος. Ήθελες τη γη σου, τώρα θα γίνει ο τάφος σου.
Κάνει νόημα να δέσουν την άγνωστη. Το ασκέρι τη δένει και φεύγει με τον Ιάκωβο.
Άγνωστη: Θεέ μου, βοήθησέ τον!
Κοιτάζει τα κεφάλια των παιδιών και προσπαθεί απεγνωσμένα να τα θάψει. Οι ώρες κυλούν … Η θάλασσα δίνει και πάλι το φιλί της αιωνιότητας στην Ίμβρο.
Άγνωστος: Πήγαινε να βρεις τους δικούς μας στο νησί. Πες τους ότι δεν είναι μόνοι πια.
Άγνωστη: Δεν μπορώ να σε αφήσω… Σε παρακαλώ…
Η θάλασσα αγγίζει τον άγνωστο. Η άγνωστη τού δίνει ένα φιλί.
Στην Ελλάδα σ’ ένα λιμάνι φτάνει το κίτρινο ταξί. Ο Δημήτρης βλέπει τον Ιάκωβο. Τρέχει να του μιλήσει …
Δημήτρης: Έρχονται, έρχονται…
Ιάκωβος: Ποιοι έρχονται, Δημήτρη μου;
Δημήτρης: Οι δικοί μας! Χρόνος. Θα κάνουν προσφυγές! Τις οργανώνει ο Κώστας.
Ιάκωβος: Ο άγνωστος είναι ήδη εκεί…
Δημήτρης: Θα πάω κι εγώ!
Ιάκωβος: Ο μικρός Αλέξανδρος…
Τον αγκαλιάζει και κλαίει.
Η θάλασσα είναι παντού. Δεν υπάρχει ψυχή. Ακούμε το ρέκβιεμ του Μόζαρτ. Ο άγνωστος βγαίνει από τη θάλασσα και προσκυνά τη γη του. Πάνω του έχουν καρφωθεί τα κομμάτια της εικόνας… Στο βάθος βλέπουμε την άγνωστη με μαυροφορεμένους πολεμιστές. Το φως συναντά τη Μαύρη Θάλασσα.