1264 - Ο ασπρόμαυρος άνθρωπος

Ν. Λυγερός

Το διαμέρισμα ήταν γεμάτο χρώματα.
Οι τοίχοι, τα έπιπλα, ακόμα και τα βιβλία ήταν χρώματα.
Ζεστά.

Τίποτα δεν ήταν μαύρο μα ούτε και λευκό.
Κάποιος τα είχε απαγορέψει. Ή δεν υπήρχαν πια.
Ποιος ξέρει;

Το δωμάτιο ήταν φωτεινό.
Ένα μπαλκόνι ανοιχτό στον κόσμο.
Όμως ο κόσμος ήταν άδειος.

Βαστούσε όλον τον κόσμο του μέσα στα χέρια του.
Το μοναδικό του βιβλίο.
Και το τελευταίο του ίσως.

Διάβαζε τα μαύρα γράμματα πάνω στο λευκό χαρτί.
Και μέσα του έτρεχε το μελάνι.

Το σώμα του είχε την κούραση του πόνου.
Μα ήταν ζωντανός τουλάχιστον.

Δεν θυμόταν πια πόσα βάρη είχε σηκώσει.
Το μόνο σίγουρο ήταν το βάρος του φωτός.

Δεν έκλαιγε. Δεν μπορούσε.
Δεν του το είχαν μάθει.

Ήξερε μόνο να δουλεύει μέρα νύχτα.
Ζούσε μόνο τη νύχτα.
Μετά το μεροκάματο.

Και μετά το παν της καθημερινότητας διάβαζε το τίποτα.
Διάβαζε για να μην ξεχάσει.
Δεν έπρεπε να ξεχάσει.
Το χρώμα του αοράτου.