1387 - Το αίνιγμα του λεξικού. (με A. Fetsis).
A. Fetsis, Ν. Λυγερός
Το λεξικό τούς περίμενε εδώ και χρόνια. Κανείς δεν το είχε αγγίξει. Ανήκε στη μυθολογία. Κανείς δεν το είχε προσέξει εκεί που ήταν κρυμμένο. Αυτό ήταν όμως, δεν υπήρχε αμφιβολία. Το κατέβασαν βιαστικά από το πάνω ράφι. Και αναγνώρισαν τη σφραγίδα του εξώφυλλου. Ήταν σίγουροι πια. Είχε μια τιμή σε δραχμές. Δεν ήταν καν κομμένο. Άρα δεν υπήρχε πιθανότητα να είχε διαβάσει κανείς τη σελίδα με τα στίγματα. Πέρασαν από το ταμείο όπου ένας αδιάφορος πωλητής έκανε ένα ανούσιο σχόλιο για το βιβλίο. Το έβαλε σε μια τσάντα με την απόδειξη και εκείνοι το πήραν. Δεν ήξερε ότι το βιβλίο ήταν από μόνο του μια απόδειξη. Και δεν υπήρχε λόγος να το μάθει.
Έκλεισαν την πόρτα του βιβλιοπωλείου. Έξω είχε μόλις βραδυάσει. Βγήκαν από το στενό στην κεντρική λεωφόρο. Λίγο πιο πριν, στη στροφή, ο Στέφανος θυμήθηκε την τελευταία φορά που ήρθε, πριν από 5 ή 6 μήνες με τη Λίντα, πρώτα φίλη του και αργότερα, μετά απ’ αυτό, παθιασμένος έρωτας, απογοητευμένη και κουρασμένη απ’ την αναζήτηση ενός πολύτομου λεξικού φιλοσοφίας, αμίλητη, βιαστική να υπομένει το κρύο και τη βροχή. Ο Στέφανος βρήκε το θάρρος και της έπιασε το χέρι. Κατά τις 11 πήγαν σ’ ένα μπαρ που βρισκόταν στον λόφο που εκτός απ’ τα Σάββατα, τις υπόλοιπες μέρες είχε λίγο κόσμο. Ήπιαν μια μπύρα και χώρισαν.
Έβρεχε και πάλι. Ο ουρανός είχε το σκούρο χρώμα της μπύρας και του θύμισε έναν πίνακα μα δεν είπε τίποτα. Κοίταζε τη Λίντα να κατεβαίνει σιγά-σιγά κρατώντας προσεχτικά δύο από τους τόμους του λεξικού. Είχαν αποφασίσει ότι ήταν πιο σίγουρο. Έπρεπε να βρίσκονται μαζί για να βρεθεί το αίνιγμα. Χωριστά δεν υπήρχε τρόπος. Πήρε τον κάθετο δρόμο κι άρχισε να τρέχει. Ήξερε ότι ήταν θέμα χρόνου. Εκείνος έπρεπε να βιαστεί. Αυτό έλεγε ο μύθος. Χρειάστηκε μια μπύρα για να επινοήσουν την επίλυση. Και τώρα έβρεχε ο ουρανός. Άλλαξε το χρώμα του προσώπου του. Το κόκκινο λουλούδι… Ναι, αυτό ήταν. Πώς δεν το είχε σκεφτεί!