1411 - Περί ενός πίνακα που αποδίδεται στον Γκρέκο
Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά: Σάνη Καπράγκου
Στο ιστορικό μουσείο της Candie ή Ηρακλείου Κρήτης βρίσκονται δύο πίνακες που αποδίδονται στον Κρητικό ζωγράφο ΔΟΜΗΝΙΚΟ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟ (1541-1614), τον επονομαζόμενο El Greco. Σ’ αυτόν το σχολιασμό θα ενδιαφερθούμε για τον έναν από τους δύο και για την ακρίβεια την Άποψη του όρους Σινά και της Μονής της Αγίας Αικατερίνης. Από τεχνικής απόψεως, πρόκειται για τεχνική γκουάς με αυγό και λάδι σε ξύλο. Μια μικτή ζωγραφική που αξιοποιεί την τεχνική του Αγίου Όρους για το συνδετικό υλικό, ελεύθερη ωστόσο από τους περιορισμούς της βυζαντινής τεχνικής. Εκτιμάται πως ο πίνακας είναι ζωγραφισμένος γύρω στα 1570. Ο Ελ Γκρέκο βρισκόταν λίγο μετά τα τριάντα του. Εν τούτοις, δεν πρέπει να ξεχνούμε πως έχει καθιερωθεί επίσημα ως ένας δάσκαλος από την ηλικία των 23 χρόνων.
Το βέβαιο είναι πως η σύνθεση του πίνακα αυτού είναι αινιγματική και τούτο σε πολλά επίπεδα. Κατ’ αρχήν η επεξεργασία του χρώματος δεν εκφράζει μια αναζήτηση χρωματικής ισορροπίας. Ο ζωγράφος επιδιώκει ευθέως μια ακριβή τονικότητα που αναδεικνύει το χρώμα της ερήμου, το οποίο αποτυπώνει ακριβώς τον ουρανό του παράξενου τοπίου. Το φαινόμενο τούτο παίρνει έμφαση από το παιγνίδι σκιάς και φωτός, που λειτουργούν στους ορεινούς όγκους με τρόπο ώστε να κάνουν προφανείς όχι μόνο δομές παρόμοιες μ’ εκείνες των Μετεώρων, μα και ανθρωπομορφικές. Το βάθος δεν είναι επεξεργασμένο με κλασσικό τρόπο, παρά λειτουργεί με βυζαντινές ψευδο-προοπτικές. Είναι το αποτέλεσμα των προβολών χρωμάτων και φωτός σε αντίθεση με σκοτεινόχρωμες μάζες και όγκους. Σε ό,τι αφορά τις κατοικίες, ο ζωγράφος πετυχαίνει μία απόλυτη απλοποίηση που αυξάνει τη διαφορά ανάμεσα στα αντικείμενα της φύσης κι εκείνα της ανθρώπινης κατασκευής. Στην πραγματικότητα μπορούμε να μιλούμε ακόμη και για μια τεχνική μικρογραφίας. Υπάρχει μια εργασία υπερβολική στο επίπεδο της λεπτομέρειας, για το σύνολο των δομών των κατασκευασμένων από τον άνθρωπο και τούτο δεν οφείλεται απλώς σε μια επιθυμία να επεκτείνει το τοπίο.
Η είσοδος των προσώπων από τα αριστερά του πίνακα φαίνεται να παίζει τον ρόλο της μύησης του θεατή. Ένας από τους τρεις προσκυνητές λειτουργεί ως φαινόμενο του άκρου, ενώ οι άλλοι δύο δείχνουν την κατεύθυνση που οφείλει ν’ ακολουθήσει το βλέμμα. Όσο για τις καμήλες με τους αναβάτες τους, αντανακλούν ως εάν σε καθρέπτη το μυημένο βλέμμα. Και τούτα τα διασταυρούμενα βλέμματα ξαναβρίσκονται στην κεντρική συνάντηση, την επαφή του εσωτερικού κόσμου με τον εξωτερικό. Η συνάντηση τούτη είναι ένα διάμεσο βήμα που προετοιμάζει ό,τι αντιπροσωπεύει η Μονή της Αγίας Αικατερίνης, η οποία παρά την κλειστότητά της από τα υψηλά της προπύργια, παραμένει ανοιχτή στον κόσμο, μοναχά ωστόσο προς την κατεύθυνση του ουρανού, όπως το καταδεικνύει η επιλεγμένη από τον ζωγράφο προοπτική. Το τελευταίο αυτό σημείο είναι διπλά ενισχυμένο από το κεντρικό όρος του πίνακα, μα και από τούτη τη σκάλα που το ανέρχεται και που προεξέχει της Μονής, ως εάν υποδεικνύει την οδό που θ’ ακολουθήσει κανείς για ν’ ανέλθει στην κορυφή που είναι χαμένη μέσα στη δύνη των κυμάτων του ουρανού από ώχρα.
Είναι δύσκολο να ξέρουμε με ακρίβεια το περιεχόμενο του μηνύματος που θέλει να μεταφέρει ο ζωγράφος, κυρίως εάν πρόκειται για δάσκαλο. Εν τούτοις, μοιάζει αληθές πως το μήνυμα τούτο υπάρχει. Θα ήταν δίχως αμφιβολία παράτολμο να επιβεβαιώσουμε πως υπάρχει μία συνέχεια στη μεθοδολογία που συνδέει τον Γκρέκο με τον Leonardo da Vinci. Είναι, όμως, δύσκολο επίσης να το αποκλείσουμε. Διότι και οι δύο δάσκαλοι είχαν ένα σύμπαν επαρκώς πλούσιο για να επηρεάσουν το όραμα με το έργο τους, ακόμη και αν τούτο ανήκε εκ πρώτης όψεως αυστηρά στο θρησκευτικό πεδίο. Το χέρι του δασκάλου δεν είναι μόνον αυτό του ζωγράφου.