1702 - Γλωσσολογία και εξωτερική πολιτική
Ν. Λυγερός
Στις ευρωπαϊκές χώρες έχουμε τη λανθασμένη τάση να θεωρούμε ότι η γλωσσολογία είναι μόνο και μόνο ένα γνωστικό αντικείμενο, μία επιστήμη. Όμως η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας αποδεικνύει ότι η γλωσσολογία παραμένει ένα όργανο προπαγάνδας που υποστηρίζει στρατηγικές προσπάθειες στον τομέα της διεκδίκησης περιοχών. Αυτό το πολιτικό σύστημα εμφανίζεται σε μεγάλο βαθμό στον τομέα της ετυμολογίας. Αν και δεν στέκει επιστημονικά, αυτή η κατάσχεση της γλωσσολογίας είναι φυσιολογική. Η αναζήτηση της πηγής καταλήγει λογικά στις ρίζες. Είναι ολόκληρο σύστημα αμφισβήτησης που χρησιμοποιεί την ετυμολογία. Η ανάπτυξη αυτής της μεθόδου άρχισε από την κεμαλική επανάσταση η οποία εκμεταλλεύεται τη μεταρρύθμιση για να τροποποιήσει τις ρίζες των λέξεων. Στην τουρκική γλώσσα καμιά λέξη δεν αρχίζει από τα σύμφωνα C , F , G , J , L , M, N, R, P, S, V, Z. Όποιες αρχίζουν με αυτά τα σύμφωνα είναι δάνεια. Η τουρκική γλώσσα έχει δανειστεί πολλές αραβικές, περσικές, ελληνικές και αρμενικές. Στην πραγματικότητα, τα τουρκικά λεξικά όσον αφορά στις ελληνικές λέξεις, τις αποδίδουν στα ελληνικά ( grek ), τα ιωνικά ( yunan ) και τα ρωμαίικα ( rum ). Με αυτόν τον τρόπο, η ελληνική συμβολή μειώνεται σημαντικά. Για τα αρμενικά, η κατάσταση είναι χειρότερη εφόσον η γλωσσολογική χρήση αυτής της πηγής συμβαδίζει με το νοητικό σχήμα της γενοκτονίας της μνήμης. Αυτή η αντιμετώπιση των γλωσσικών πηγών ισχύει και για την κουρδική γλώσσα. Από την άλλη πλευρά, η ελληνική λεξικογραφία έχει μια πολύ απλοϊκή προσέγγιση διότι σταματά την έρευνά της όταν η λέξη προέρχεται από την τουρκική γλώσσα δίχως να εξετάζει παραπέρα, και στην ουσία προωθεί άθελά της την επεκτατική γλωσσολογική της πολιτική. Πρέπει όμως να αντιληφθούμε πόσο επικίνδυνη είναι αυτή η στάση. Η παθητικότητα της ελληνικής γλωσσολογίας, αλλά όχι μόνο, διότι αυτό ισχύει και για τις άλλες γλώσσες που λειτούργησαν και λειτουργούν σε αυτό που ονομάζεται τουρκικός χώρος, επιτρέπει στην τουρκική πολιτική να προετοιμάσει το πεδίο για την ανάπτυξη μιας επιθετικής στρατηγικής. Το γλωσσικό πεδίο δίνει προσχήματα στο στρατηγικό πεδίο. Συνεπώς ο αγώνας για τους Έλληνες, τους Κύπριους, τους Αρμένιους και τους Κούρδους πρέπει να γίνει και στο γλωσσικό πεδίο. Οι πρόσφατες αλλαγές του τουρκικού συστήματος που εξαφανίζει κάθε αρμενικό στοιχείο, αποδεικνύουν ότι η τουρκική γλωσσολογία είναι εντελώς ενσωματωμένη μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο που στήνει θεμέλια και ρίζες μ’ έναν τεχνητό τρόπο στην ιστορία των λαών. Το άλλο πρόβλημα είναι ότι η γλώσσα αποτελεί το κύριο μιντιολογικό μέσο της σκέψης, και είναι αναμενόμενο να επηρεάζει το γνωστικό πεδίο. Άρα η αντιμετώπιση των προβλημάτων γίνεται με τη νοοτροπία των άλλων. Αυτό είναι που πρέπει ν’ αλλάξουμε δυναμικά για να μπορέσουμε ν’ αντισταθούμε αποτελεσματικά. Κάθε κίνησή μας στον τομέα της γλωσσολογίας πρέπει βέβαια να γίνεται με έναν επιστημονικό τρόπο, αλλά όχι μόνο. Πρέπει να εξετάζουμε και τις στρατηγικές επιπτώσεις του θέματος διότι ούτως ή άλλως θα χρησιμοποιηθούν, θέλουμε δεν θέλουμε. Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έχει ανάγκη από γλωσσικές σφήνες στον ελληνικό χώρο. Και αυτό πρέπει να ανήκει στα αρχικά δεδομένα των ερευνών μας.