2066 - Η μικρή βιβλιοθήκη
Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά Βίκυ Τσατσαμπά
Στον κεντρικό δρόμο, υπήρχε μια μικρή βιβλιοθήκη. Ήταν o κρυμμένος θησαυρός μας. Οι άνθρωποι μόνο ήξεραν πού βρισκόταν. Οι άλλοι στριμώχνονταν στα καπνοπωλεία για να δουν τη ζωή τους να πετιέται στον καπνό. Εμείς, εμείς αγαπούσαμε τα δέντρα για να τα καίμε. Προτιμούσαμε τα γραπτά φύλλα, αυτά όπου οι άνθρωποι είχαν αφήσει το μήνυμά τους, τη μνήμη τους. Τα βιβλία ήταν ακριβά αλλά δεν ήταν για αυτό το λόγο που ήταν πολύτιμα για μας. Κάθε ένα από αυτά ήταν ένα πρόσχημα για την ευτυχία. Αγαπούσαμε να μοιραζόμαστε τις αναγνώσεις μας. Και αγαπούσαμε να διαβάζουμε ο καθένας για τον άλλο. Ήταν ο δικός μας τρόπος για να δώσουμε δίκιο στον Gorki. Έπρεπε να κλέβουμε χρόνο, για να τον χάσουμε μέσα στα βιβλία. Επειδή η κοινωνία μας τα έδινε μόλις και μετά βίας. Παρόλα αυτά δεν μπορούσαμε να ζήσουμε χωρίς να διαβάζουμε. Δεν είχαμε άλλο τρόπο για να είμαστε ελεύθεροι και ειδικά για να είμαστε μαζί. Έτσι, όταν μπαίναμε μέσα στη μικρή βιβλιοθήκη, ήταν αδύνατο να περιγράψουμε τη χαρά μας. Παρατηρούσαμε προσεκτικά τους τίτλους πριν να αγγίξουμε με την μεγαλύτερη δυνατή τρυφερότητα τους τόμους. Δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε παρά τα βιβλία τσέπης. Αυτό ήταν που επέτρεπαν τα χρήματά μας. Κοιτάζαμε σπάνια τα εξώφυλλα, δεν είχαμε το δικαίωμα σε αυτήν την πολυτέλεια. Μας αρκούσαν οι συγγραφείς. Ήταν όλοι νεκροί, έτσι δεν μπορούσαμε παρά να ακολουθήσουμε τις συμβουλές του da Vinci. Ήταν οι μοναδικοί μας φίλοι. Δεν μπορούσαν να μας προδώσουν, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος του πάθους μας για αυτούς. Γνωρίζαμε ότι η ύπαρξή τους ήταν μία μοναδική ευκαιρία για μας να ζήσουμε ενωμένοι μέσα στην επιθυμία της γνώσης. Ήταν γι’ αυτό που κάθε φορά που βρισκόμασταν στην μικρή βιβλιοθήκη, αγαπούσαμε να διασχίζουμε το μονοπάτι από την πόρτα της για να διεισδύσουμε πάλι μέσα στον μυστικό κόσμο μας.