972 - Το τραίνο του πάθους
Ν. Λυγερός
Ο θόρυβος που κάνει το τραίνο είναι αβάσταχτος. Όλο το βαγόνι τρίζει. Το ίδιο το βαγόνι είναι γεμάτο από τις πληγές των ψυχών που βασανίστηκαν. Δεν υπάρχει παράθυρο, μόνο σκοτάδι.
Ιάκωβος: Στον άγνωστο. Αυτό το τραίνο μού θυμίζει τα τρένα της κατοχής. Χρόνος. Δεν υπήρχε επιστροφή. Οι κατακτητές ήθελαν να μας εξοντώσουν όλους…
Άγνωστος: Δεν τα κατάφεραν όμως.
Άγνωστη: Η αντίσταση κέρδισε στο τέλος.
Ιάκωβος: Για μας, δεν υπάρχει τέλος, μόνο αρχή. Χρόνος. Δεν ξέρουμε πότε θα τελειώσουν τα βάσανα. Εμείς ακόμα δεν πεθάναμε και άρχισαν ήδη να βασανίζουν τους μικρούς μας, τους επόμενους ανθρώπους.
Αλέξανδρος: Έπρεπε και εγώ να μεγαλώσω.
Ιάκωβος: Δεν ήταν ανάγκη τόσο νωρίς.
Το τυφλό παιδί: Μα τότε, πότε θα προφτάναμε να ζήσουμε;
Ιάκωβος: Δεν ήταν ανάγκη να ζήσετε τα βάσανα… Άλλοι θα το έκαναν για σας.
Αλέξανδρος: Και ποιοι θα το έκαναν για αυτούς;
Ιάκωβος: Μόνο ένας ξέρει.
Αλέξανδρος: Ποιος; Σιωπή. Ο άγνωστος;
Άγνωστος: Ο Ιάκωβος έζησε το θάνατο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης… Αλέξανδρε, η μνήμη σου δεν γεννήθηκε ακόμα.
Αλέξανδρος: Συγγνώμη, Ιάκωβε…
Ιάκωβος: Έλα στην αγκαλιά μου, παιδί μου!
Ο μικρός Αλέξανδρος τον αγκαλιάζει σαν να ήταν η τελευταία φορά.
Αλέξανδρος: Πες μου για τα τρένα της κατοχής… Πες μου την ιστορία σου…
Ο Ιάκωβος κοιτάζει τον άγνωστο που του κάνει νόημα.
Ιάκωβος: Ήταν δύσκολα τα πράγματα εκείνα τα χρόνια. Ήμασταν μόνοι…
Το τυφλό παιδί: Είχατε όμως τον άγνωστο μαζί σας.
Ο Ιάκωβος δεν απαντά και συνεχίζει την ιστορία του παρελθόντος.
Ιάκωβος: Τότε τα χώματα ήταν στόματα και τα στόματα μόνο πόνο. Αυτός ο πόνος μάς έκανε ανθρώπους. Έπρεπε να τον ζήσουμε για να πεθάνουμε σαν άνθρωποι. Σιωπή. Δεν υπήρχε φως, μόνο σκιές. Λίγοι από εμάς έβλεπαν το φως του μαύρου. Οι άλλοι νόμιζαν πως μας είχε ξεχάσει ο ουρανός. Σιωπή. Έβλεπαν μόνο τα βαγόνια…
Το τυφλό παιδί: Ήταν σαν αυτό; Χρόνος.
Ιάκωβος: Ναι! Σιωπή.
Το τυφλό παιδί: Εσύ, γιατί δεν πέθανες σαν τους άλλους;
Ιάκωβος: Πέθανα και εγώ μόνο που ο άγνωστος δεν το δέχτηκε.
Στο σπίτι της γιαγιάς.
Γιαγιά: Πού είναι τώρα;
Μαρία: Όπου και να είναι ο θεός θα τους φυλάξει.
Γιαγιά: Ο θεός έχει πολλή δουλειά…
Μαρία: Όμως αγαπά όλους τους αδικημένους…
Γιαγιά: Μακάρι να προφτάσει… Χρόνος. Πήραν και τον Ιάκωβο… Ξέρεις τι θέλει να πει αυτό;
Μαρία: Ναι ξέρω… Αλλά έτσι γεννήθηκε ο μύθος του αγνώστου.
Γιαγιά: Δεν θέλω άλλους μύθους! Θέλω να ζήσουν τα παιδιά μας. Χρόνος. Θεέ μου, δεν θέλω τίποτα άλλο.
Μαρία: Δεν θα μας δώσει τίποτα άλλο.
Στο εργαστήρι του ζωγράφου.
Κώστας: Δεν ξέρω τι να κάνω τώρα.
Ζωγράφος: Άλλοι ξέρουν.
Κώστας: Όμως τους έπιασαν όλους.
Ζωγράφος: Μάλλον αυτό έπρεπε να γίνει…
Κώστας: Μα ήταν η μόνη μας ελπίδα.
Ζωγράφος: Το μέλλον δεν είναι ελπίδα.
Κώστας: Δεν σε καταλαβαίνω.
Ζωγράφος: Οι ζωγράφοι δεν προσπαθούν να καταλάβουν. Ξέρουν τα όριά τους.
Κώστας: Μα τότε τι σημαίνουν όλα αυτά;
Ζωγράφος: Το μέλλον είναι άγνωστο!
Ο ζωγράφος κοιτάζει τον πίνακά του. Το ίδιο κάνει και ο Κώστας. Τότε αντικρίζει ένα Δούρειο Ίππο κατασκευασμένο με ξύλα βαγονιού.