934 - Η σπασμένη χορδή
Ν. Λυγερός
Οι άγνωστοι περπατούν μέσα στα χωματένια σοκάκια της Κομοτηνής. Έχουν παρκάρει το κίτρινο ταξί στην άκρη.
Άγνωστος: Εδώ είναι!
Άγνωστη: Τι είναι εδώ; Ποιος είναι εδώ;
Άγνωστος: Εδώ είναι που δεν υπάρχει γη… Σιωπή.
Άγνωστη: Δεν ήξερα ότι υπάρχει τέτοιο μέρος.
Άγνωστος: Ούτε εμείς υπάρχουμε για τους άλλους!
Στο βάθος ακούγονται τραγούδια και βιολιά. Οι άγνωστοι προχωρούν σιωπηλά.
Άγνωστη: Εδώ ακόμα και η σιωπή είναι μουσική.
Άγνωστος: Όμως ποιος μπορεί να την ακούσει;
Άγνωστη: Γιατί έπρεπε να έρθουμε εδώ;
Άγνωστος: Από εδώ φεύγουν τα πουλιά!
Άγνωστη: Και ποια πουλιά ψάχνουμε;
Ο άγνωστος βλέπει έναν πεσμένο γέρο . Φαίνεται πληγωμένος.
Άγνωστος: Ιάκωβε! Ιάκωβε!
Ο άγνωστος τρέχει προς τον γέρο και η άγνωστη τον ακολουθεί.
Ιάκωβος: Επιτέλους ήρθες παιδί μου!
Άγνωστος: Σου το είχα υποσχεθεί.
Άγνωστη: Κοιτάζοντας τον άγνωστο . Είναι πληγωμένος…
Άγνωστος: Ο Ιάκωβος είναι πάντα πληγωμένος.
Ο Ιάκωβος τούς χαμογελά.
Άγνωστη: Αλλά πάντα με το χαμόγελο στα χείλη… Μοιάζετε με εικόνα…
Ιάκωβος: Μια παλιά εικόνα τότε…
Άγνωστος: Βυζαντινή… Χρόνος. Πες μου τι έγινε.
Ιάκωβος: Από τότε που έφυγες άλλαξαν πολλά πράγματα.
Άγνωστη: Μα πότε ήρθες;
Άγνωστος: Ποιος σε χτύπησε;
Ιάκωβος: Το σκοτάδι της σελήνης.
Άγνωστος: Έρχονται λοιπόν…
Άγνωστη: Μα ποιοι έρχονται;
Ιάκωβος: Είναι ήδη εδώ…
Άγνωστος: Εκείνοι που δεν σέβονται τους προστάτες.
Άγνωστη: Ξαφνιασμένη, κοιτά τον γέρο. Ο Ιάκωβος είναι προστάτης;
Άγνωστος: Είναι ο μοναδικός!
Ο άγνωστος βοηθάει τον Ιάκωβο που προσπαθεί να περπατήσει.
Άγνωστος: Στον Ιάκωβο. Σου έσπασαν το πόδι…
Ιάκωβος: Όσο τα είχαν μαζί μου δεν χτυπούσαν τους άλλους. Χρόνος. Ελάτε να σας δείξω. Οι τρεις τους διασχίζουν τα δρομάκια. Ο Ιάκωβος τούς δείχνει ένα σπίτι. Σκύβουν για να περάσουν την πόρτα. Ακούγονται κλάματα. Αυτά έψαχναν.
Παιδιά: Ο Άγιος, ο Άγιος!
Όλα τρέχουν πάνω του. Η συγκίνηση που προκαλούν είναι αφόρητη.
Ιάκωβος: Με τα μάτια βουρκωμένα. Είναι δικοί μας… Σιωπή.
Άγνωστη: Γιατί ήθελαν να τους κάνουν κακό;
Ιάκωβος: Ισχυρίζονται πως δεν είναι άνθρωποι…
Η άγνωστη κοιτάζει τα πληγωμένα παιδιά.
Άγνωστη: Μα είναι σαν εμάς.
Κοιτάζει τον άγνωστο.
Άγνωστος: Γι’ αυτούς ούτε εμείς είμαστε άνθρωποι.
Η άγνωστη αγκαλιάζει τα παιδιά.
Άγνωστος: Στον Ιάκωβο. Πρέπει να ξεκουραστείς…
Τον παίρνει στην αγκαλιά του και τον βάζει πάνω σε ένα χαμηλό κρεβάτι. Όλα τα παιδιά έρχονται γύρω του.
Ιάκωβος: Αυτά είναι η δύναμή μου… Χρόνος. Σας περιμένουν στην άλλη γειτονιά.
Άγνωστος: Θα πάμε… Πρέπει πρώτα να κοιτάξουμε το πόδι σου. Στην άγνωστη. Φέρε νερό να καθαρίσουμε την πληγή του.
Μερικά παιδιά ακολουθούν την άγνωστη.
Ιάκωβος: Δεν της είπες τίποτα;
Άγνωστος: Μόνο αυτά που έπρεπε…
Ιάκωβος: Ξέρουν ότι σας περιμένουμε… Χρόνος. Τρέμουν…
Άγνωστος: Όλα θα πάνε καλά. Δεν είσαι μόνος πια.
Ιάκωβος: Εσείς όμως που είστε πάντα μόνοι;
Άγνωστος: Αποφασίσαμε να μοιράσουμε τη μοναξιά μας.