9235 - Λαϊκή αγορά. (με Β. Ευαγγελίου).
Β. Ευαγγελίου, Ν. Λυγερός
Δύο φίλοι περπατούν κάνοντας περίπατο, μέσα σε μία λαϊκή αγορά κάποιας συνοικίας της Αθήνας, που λέγεται “Ελληνορώσων”.
– Ήθελα να έρθεις μαζί μου βόλτα, για να σου δείξω το τοπίο που με ηρεμεί, μία φορά την εβδομάδα. Με ηρεμούν οι φωνές όλων αυτών που φωνάζουν για να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Με ηρεμούν τα χρώματα των φρούτων και λαχανικών. Με ηρεμούν τα χαμόγελα των ανθρώπων που αγοράζουν υλικά για να μαγειρέψουν σε αγαπημένα πρόσωπα στο σπίτι. Με ηρεμεί ο θόρυβος που γεννιέται από ήρεμους ανθρώπους…
– Μια φορά την εβδομάδα έρχεσαι εδώ από την Σύρο; Δεν έχει λαϊκές εκεί; Δεν έχει θόρυβο; Μήπως θέλεις να σου κάνω λίγο θόρυβο, αντί να συνθέτω μουσική; Κι αν θες μπορώ να ζωγραφίσω νεκρές φύσεις πολύχρωμες!
– ΦΥΣΕΣ! Τι όμορφος πληθυντικός. Και να σου πω την αλήθεια, πιο όμορφος από τον ΘΑΛΑΣΣΕΣ! Ναι μία φορά την εβδομάδα έρχομαι εδώ. Κάθε Πέμπτη συγκεκριμένα. Στη Σύρο δεν έχει λαϊκές, έχει αγορά και οι άνθρωποι άρχισαν να χάνουν την λαϊκή τους πλευρά φίλε! Γι’ αυτό έρχομαι εδώ. Για να μην χαθώ κι εγώ μια μέρα. Όσον αφορά το θόρυβο, έχει στη Σύρο μπόλικο. Τη θάλασσα που ταυτόχρονα είναι θόρυβος – μουσική. Έναν τέτοιον θα ήθελα να δημιουργήσεις για μένα, να τον έχω πάντα μαζί μου…
– Άμα είναι να τον έχεις πάντα μαζί σου, μπορώ να στέκομαι δίπλα σου για να είμαι και φυσικός. Έτσι θα ακούς συνεχώς τα κύματα, όχι για να κάνεις θάλασσα, αλλά για να σχολιάζουν τους αφρούς της σκέψης σου, όταν προσπαθούν να σε καταπιέσουν οι έντεχνοι που δεν έχουν πια λαϊκό στοιχείο μέσα τους.
– Ναι φίλε μου, με νιώθεις πολύ! Κουράστηκα να κάνω παρέα με αυτούς. Όχι ακριβώς να κάνω παρέα, αλλά να το παίζουν παρέα! Εσύ πρόσφατα το έπαιζες εξαφανισμένος, μα όταν έμαθες ότι η ψυχούλα μου θέλει Βιταμίνη Α (νθρώπινη) έτρεξες αμέσως να με ιάσεις… Με μπόλικη μάλιστα παρέα!
– Δεν μπορώ να σου κάνω παρέα, έχω μόνο ομάδα που δεν λογαριάζει τα κοινωνικά και τους συμβιβασμούς. Μπορούμε όμως μαζί να παράγουμε έργο, ανθρώπινο για όλες τις ψυχές που έχουν ανάγκη ν’ ακούσουν τη σιωπή της ανθρωπιάς δίπλα τους.
Ο φίλος του που ακούει για να μην δει ο φίλος του που μιλάει, ότι δάκρυσε, σταματάει ξαφνικά μπροστά από έναν πάγκο της λαϊκής.
– Να σε κεράσω ένα κιλό φράουλες; Κι ας μην είναι η εποχή τους.
– Και βέβαια! Αφού δέχεσαι να γράφω με λατινικούς χαρακτήρες, ενώ μιλάμε ελληνικά, πώς να μην δεχτώ φράουλες που δεν είναι της εποχής; Και μην νομίζεις ότι δεν βλέπω ότι δεν έχεις σκόνη αστεριών στα μάτια σου…
– Η σκόνη είναι της εποχής; Ή της αποχής;
– Εξαρτάται αν θα ψηφίσεις!
– Ξέχασες ότι οι ποιητές δεν ψηφίζουν κόμματα, αλλά τελείες;
– Ας βάλουμε λοιπόν μία άνω τελεία εδώ! Τι θα γίνει με τις φράουλες; Θα τις πάρουμε ή όχι;
– Άνω τελεία ναι! Σαν να λέμε Άνω Σύρο! Περιμένει και ο άνθρωπος τόση ώρα. Φίλε βάλε μας 2 κιλά και το ένα είναι δώρο από μένα για τον φίλο μου εδώ δίπλα. Και αν έχεις, θα ήθελα και ένα μικρό καρπούζι.
– Ευχαριστώ, φίλε μου! Αλλά για πες μου, τι θα το κάνεις το καρπούζι;
– Θα χωρίζουμε το νερό και τη ζάχαρη που διαθέτει. Το νερό θα το χαρίσουμε στα άτομα που έντεχνα έχουν αφυδατωθεί και η ζάχαρη για μας γλυκατζή φίλε! Μας ανήκει! Στο μυαλό μας…
– Καλή ιδέα! Ειδικά για τη ζάχαρη! Αλλά δεν είπες τίποτα για τα κουκούτσια!
– Ωχ! Πως τα ξέχασα αυτά; Εδώ θα το αφήσω πάνω σου. Πού λες να χαρίσουμε τους καρπούς;
– Στα παιδιά για να τα φυτέψουν ένα το καθένα στη γη μας. Για να προετοιμάσουμε το μέλλον!
– Αυτά έχουν τους καρπούς, αυτά είναι το χώμα. Αναρωτιέμαι γιατί αδιαφορούν οι “ηγέτες” για τα παιδιά όμως… Επίτηδες το κάνουν;
– Δεν ξέρουν ότι είναι σπόροι και προσπαθούν να τα θάψουν βαθιά! Αλλά ξεφυτρώνουν και πάλι γιατί είναι οι επόμενοι άνθρωποι.
– Και κάποιοι από μας, οι προηγούμενοι απάνθρωποι… Παίρνουν τα φρούτα και αρχίζουν πάλι να περπατούν. Ξαφνικά πέφτει κάτω το καρπούζι και σπάει ακριβώς στα δύο – Φίλε μόλις μας μοίρασε η ίδια η γη, τη γης της… Και κοιτιούνται στα μάτια.
– Και τώρα πού λες να πήγε ο ισημερινός! Βγήκαμε για μία βόλτα και κάναμε το γύρο του κόσμου ακίνητοι, λες να γίναμε άνθρωποι επειδή είμαστε μαζί;
– Ή επειδή είμαστε χαζοί; Χαζογελάνε μες στον κόσμο και τους κοιτάνε καλά, καλά. Σκύβουν και παίρνει ο καθένας ένα κομμάτι. – Και άσε τον ισημερινό στο δρόμο. Τον έχουν ανάγκη οι άνθρωποι, να μοιράζονται περισσότερα…
– Έχεις δίκιο ας τους τον αφήσουμε προς αγάπη για την Ανθρωπότητα! Κι αν ήξερες πόσο χαίρομαι που εμείς μοιραζόμαστε την ίδια μοναξιά… Αυτό είναι φιλία!
Έτσι έζησε και πάλι η περιπατητική σχολή στην λαϊκή αγορά.