8500 - Το πορτραίτο της ομορφιάς
Ν. Λυγερός
Το πορτραίτο της ομορφιάς δεν είχε αλλάξει και το ίδιο χαμόγελο ζέστανε την καρδιά του ακόμα και μέσα στον κρύο χειμώνα. Μόνο τη φωνή της είχε ακούσει μερικές στιγμές μόνο ίσα ίσα για να πάρει μια ανάσα μέσα στη μάχη που έδινε. Αλλά ακόμα και αυτή του φάνηκε ένα όνειρο σαν να τον είχε ξεγελάσει ο ύπνος. Δεν είχε κοιμηθεί όμως. Το μελάνι έτρεχε ακόμα πάνω στο χαρτί σαν ζωντανό πλάσμα που ήθελε να κατακτήσει τον λευκό κόσμο και ν’ αφήσει το ίχνος του μέσω του έργου της μνήμης και της νοημοσύνης. Την ένιωθε πλάι του λες και το άρωμά της ήταν ακόμα στο σβέρκο του μετά από εκείνο το γλυκό φιλί που γιάτρευε κάθε πληγή της μάχης. Το φιλί της είχε το άρωμα της ομορφιάς, ήταν ζωντανό ακόμα και στην αφή του για να μπορέσει να το διαβάσει και μέσα στο σκοτάδι με τα δάκτυλά του. Ποια ήταν όμως αυτή η μυστική γεύση του αόρατου ροδοπέταλου που ένιωθε στο στόμα του αν δεν ήταν ο καλπασμός της ομορφιάς που δεν έλεγε ν’ αφήσει το τέρας της μέσα σε αυτόν τον πέτρινο κόσμο δίχως φως όπου η φωτιά της λήθης κατασπάραζε τα πάντα για να ζήσει μόνο το αιώνιο παρόν. Αυτή ήταν λοιπόν με τη φωνή της που δέχτηκε το δώρο του ως προσφορά δίχως να πει τίποτα όπως συνήθιζε. Δεν ήθελε να του πει αυτά τα λόγια που ομολόγησε όταν τον επίλεξε. Ήξερε ότι ήξερε, ένιωθε ότι ένιωθε διότι ήταν ο μόνος που μπορούσε να την αγαπήσει, με αυτόν τον τρόπο ακόμα και νεκρός.